Το φαινόμενο της εμφάνισης
αυξημένων κρουσμάτων παιδικής λευχαιμίας σε συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο για
ένα ορισμένο σύντομο χρονικό διάστημα (clusters of childhood leukaemia) είναι
γνωστό στην ιατρική.
Πριν από καιρό, σε μια μικρή πόλη της Νεβάδα των ΗΠΑ είχαν καταγραφεί από τους επιστήμονες αρκετά περιστατικά λευχαιμίας σε μικρά παιδιά. Το γεγονός αυτό ήταν εξαιρετικά ανησυχητικό, αναγκάζοντας τους ειδικούς να ελέγξουν σε βάθος τα αίτια της εμφάνισης των περιστατικών σε μια μικρή πόλη.
Οι επιστήμονες εστίασαν στο πόσιμο νερό της περιοχής, το οποίο βάσει των ελέγχων έδειξε ότι περιείχε αρκετή ποσότητα αρσενικού σε διπλάσια ποσότητα από ό,τι υπάρχει σε όλα τα πόσιμα νερά. Το στοιχείο αρσενικό δεν είναι γνωστό αν προκαλεί παιδική λευχαιμία γι’ αυτό χρίζει περαιτέρω μελετών.
Στο παρελθόν οι επιστήμονες έχουν περιγράψει κι άλλες τέτοιες περιπτώσεις στη
Μεγάλη Βρετανία (Sellafield, Downray), κοντά σε σταθμούς παραγωγής πυρηνικής
ενέργειας. Παρόλα αυτά, τα αποτελέσματα των ερευνών δεν έδειξαν ότι είναι η
ατομική ενέργεια η πιθανή αιτία.
Αξίζει να αναφερθεί ότι και στην πόλη Woburn της Μασαχουσέτης υπήρξε ένα ανάλογο φαινόμενο με αυξημένα κρούσματα λευχαιμίας. Ο συσχετισμός μεταξύ πόσιμου νερού, των νοσηρών παραγόντων που μπορεί να περιέχονται σ’ αυτό και του στοιχείου αρσενικού μελετήθηκε και σε εκείνη την περίπτωση. Όμως τα αποτελέσματα δεν απέδειξαν ότι υπήρχε μια συγκεκριμένη αιτία.
Όπως αναφέρουν οι επιστήμονες, η παιδική λευχαιμία είναι πολύ σοβαρή νόσος, που ακόμη σήμερα έχει ψηλά ποσοστά θνησιμότητας, της τάξης του 30%.
«Κλειδί» η γενετική
Ευτυχώς, η πρόοδος στον τομέα της γενετικής επιτρέπει στους επιστήμονες να μελετούν πλέον σε μοριακό επίπεδο τις γονιδιακές ανωμαλίες και να έχουν πολύτιμες πληροφορίες για το είδος και το χαρακτήρα μιας κακοήθους νόσου. Στα βρέφη ηλικίας έως 12 μηνών η πρόγνωση ήταν άσχημη και το ποσοστό επιβίωσης μικρό. Ωστόσο, αυτή τη στιγμή οι λευχαιμίες στα βρέφη έχουν ταξινομηθεί καλύτερα χάρις στις μοριακές γονιδιακές μελέτες που γίνονται στο επίπεδο του DNA και έχει διαπιστωθεί ότι σε κάποιες εξ αυτών, όπως οι οξείες λεμφοβλαστικές λευχαιμίες, το πρόβλημα εστιάζεται στα χρωμοσώματα 11 και 4. Ως εκ τούτου οι θεραπείες είναι πλέον πιο επιθετικές.
Ευτυχώς, η πρόοδος στον τομέα της γενετικής επιτρέπει στους επιστήμονες να μελετούν πλέον σε μοριακό επίπεδο τις γονιδιακές ανωμαλίες και να έχουν πολύτιμες πληροφορίες για το είδος και το χαρακτήρα μιας κακοήθους νόσου. Στα βρέφη ηλικίας έως 12 μηνών η πρόγνωση ήταν άσχημη και το ποσοστό επιβίωσης μικρό. Ωστόσο, αυτή τη στιγμή οι λευχαιμίες στα βρέφη έχουν ταξινομηθεί καλύτερα χάρις στις μοριακές γονιδιακές μελέτες που γίνονται στο επίπεδο του DNA και έχει διαπιστωθεί ότι σε κάποιες εξ αυτών, όπως οι οξείες λεμφοβλαστικές λευχαιμίες, το πρόβλημα εστιάζεται στα χρωμοσώματα 11 και 4. Ως εκ τούτου οι θεραπείες είναι πλέον πιο επιθετικές.
Είναι σημαντικό να τονισθεί ότι οι υπόλοιπες οξείες λεμφοβλαστικές λευχαιμίες που εκδηλώνονται σε βρέφη που δεν έχουν γονιδιακή ανωμαλία MLL, φτάνουν σε ποσοστό ίασης το 70%.
Η πρόοδος που έχει επιτευχθεί στη γενετική και στη μελέτη του DNA οδηγεί, σύμφωνα με τους επιστήμονες, σε καλύτερη κατανόηση και αντιμετώπιση των παιδικών και βρεφικών λευχαιμιών.