Το λαμπρότερο αστέρι μιας 13χρονης που κέρδισε το θαυμασμό μας
Ο παιδικό καρκίνος είναι ιάσιμος
Το
διήγημα που υπογράφει η 13χρονη Μυρτώ Τσιάρτα η οποία φοιτά στο Περιφερειακό
Γυμνάσιο Ακακίου τελειώνει αισιόδοξα. Μόνο που οι 3877 λέξεις που χρησιμοποιεί
για να αναδείξει -με πρωτοβουλία των γονιών και των καθηγητών της- τη θετική
πλευρά του παιδικού καρκίνου δεν χωρούσαν σε μια σελίδα μιας εφημερίδας. Η
μικρή ωστόσο ήθελε πολύ να δημοσιευτεί το διήγημά της στον «Πολίτη», αφού δικό
του δημοσίευμα του περασμένου Φεβρουαρίου για αληθινές ιστορίες παιδιών που
νίκησαν τον καρκίνο αποτέλεσε την αρχή για συζήτηση τόσο στο σπίτι όσο και στο
σχολείο. Η λύση δόθηκε. Όλο το κείμενο αναρτάται σήμερα διαδικτυακά παράλληλα
με αποσπάσματά του στον έντυπο Πολίτη. Είναι τιμή μας να φιλοξενούμε τέτοιες
πρωτοβουλίες από παιδιά. Η Στέλλα είναι φανταστικό πρόσωπο, όπως και όλα όσα
μας διηγείται η Μυρτώ. Για πολλά άλλα παιδιά είναι όμως η πραγματικότητα και
αξίζει να διαβαστεί. Η Μυρτώ μας διδάσκει πως «...τίποτα δεν είναι τυχαίο,
τίποτα δεν είναι αδύνατον, τα πάντα μπορούν να αλλάξουν, αρκεί να το ΘΕΛΕΙΣ,
αρκεί να ΕΛΠΙΖΕΙΣ, αρκεί να ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ..!». Μας διδάσκει επίσης τι εστί
πραγματική φιλία. Συγχαρητήρια στη μαθήτρια, τους γονείς και το Γυμνάσιο
Ακακίου.
ΚΑΤΙΑ ΣΑΒΒΑ
Το λαμπρότερο αστέρι
Της
Μυρτώς Τσιάρτα
«Το καλοκαίρι πέρασε και ο
Σεπτέμβρης έχει φτάσει επιτέλους... Όλα έτοιμα για να περάσουν και τα φετινά
πρωτάκια το κατώφλι του «μεγάλου» σχολείου, του Γυμνασίου. Απομονωμένα σε μια
γωνιά της αυλής συνομιλούν τρομαγμένα με τους παλιούς φίλους από το δημοτικό.
Ένα άγχος τα διακατέχει και μια απορία μπροστά στο άγνωστο...
Το
κουδούνι χτύπησε τρεις φορές και σήμανε την πρώτη καθιερωμένη συγκέντρωση της
χρονιάς. Όλα τα παιδιά συναθροισμένα στην κεντρική αυλή δέχτηκαν την πρώτη
καλημέρα και το καλωσόρισμα του διευθυντή και των καθηγητών και ύστερα μπήκαν
στις τάξεις. Μια αναστάτωση επικρατούσε στο Α’2 ώσπου οι μαθητές και οι
μαθήτριες να καθίσουν στις θέσεις που είχαν προαποφασίσει το διάλειμμα - «Θα
καθίσουμε μαζί στο τρίτο θρανίο στη μέση», έλεγε ο ένας, «Εγώ θέλω να κάθομαι
κοντά στην πόρτα», έλεγε ο άλλος, «για να βγαίνω πρώτος έξω».
Η
Μυρτώ κάθισε στο πρώτο θρανίο, καθώς ήταν και λίγο κοντούλα, και περίμενε την
κολλητή της, η οποία για κάποιο παράξενο λόγο είχε αργοπορήσει, κι ας ήταν η
πρώτη μέρα στο σχολείο! Εκείνη τη στιγμή ένα ξανθόμαλλο κορίτσι, αδύναμο και
κάπως φοβισμένο την πλησίασε και ρώτησε: «Μπορώ να καθίσω μαζί σου;». Το μόνο
που μπόρεσε να πει η Μυρτώ ήταν ένα διστακτικό «Ναι, βέβαια». Αρχικά και οι δύο
ήταν αμήχανες, καθώς δε γνωρίζονταν καθόλου.
Πριν
προλάβουν να ανταλλάξουν δύο κουβέντες γνωριμίας, τις διέκοψε η χαρούμενη
«καλημέρα» της καθηγήτριας. Αφού έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις στην
τάξη, η καθηγήτρια είπε πως μαζί της θα κάνουν το μάθημα της Ιστορίας και των
Αρχαίων Ελληνικών και τόνισε τις απαιτήσεις που θα έχει από αυτούς καθ’ όλη
τη διάρκεια της χρονιάς. Έπειτα άρχισε δειλά δειλά να μιλάει για πνεύματα,
δασείες, περισπωμένες και υπογεγραμμένες, και τα παιδιά έβλεπαν με γουρλωμένα
μάτια στον πίνακα τα διάφορα σύμβολα να ανεβοκατεβαίνουν στις λέξεις με ένα
περίεργο τρόπο.
Ευτυχώς
το κουδούνι δεν άργησε να χτυπήσει.. Μολονότι έκαναν μόνο μια περίοδο μάθημα,
βγήκαν διάλειμμα. Πρώτη μέρα στο σχολείο και, όπως όλοι ξέρουμε, το πρόγραμμα
δεν τηρείται κατά γράμμα! Τότε η Μυρτώ έκανε το πρώτο βήμα και ρώτησε τη
διπλανή της πώς τη λένε και από που κατάγεται. «Στέλα με λένε και κατάγομαι από
την Ελλάδα». Η Μυρτώ τότε σιγομουρμούρησε «Αυτό δεν είναι σύμπτωση!». Θυμήθηκε
την αγαπημένη της φίλη, τη Στέλα, που το περασμένο καλοκαίρι μετακόμισε με την
οικογένειά της στην Αμερική, λόγω οικονομικών δυσκολιών. Η Στέλα ήταν η παιδική
φίλη της Μυρτώς, αχώριστες από τον καιρό που μάθαιναν την αλφαβήτα στο
νηπιαγωγείο. Όπως ήταν αναμενόμενο η μετακόμιση της Στέλας στο εξωτερικό
στοίχησε πολύ ακριβά στη Μυρτώ, γιατί έχασε την «αδερφή» της, και μάλιστα σε
αυτή τη δύσκολη περίοδο που θα μετέβαιναν από το δημοτικό στο γυμνάσιο. Η
παρουσία λοιπόν της «καινούργιας» Στέλας χαροποίησε πολύ τη Μυρτώ. Το ήρεμο
ταπεινό πρόσωπό της, η ευγενική συμπεριφορά της την συγκίνησε και πίστεψε πως
σε αυτήν θα έβρισκε την πραγματική φίλη που είχε χάσει. Από εκείνη τη στιγμή
λοιπόν μια δυνατή φιλία ξεκίνησε ανάμεσα στα δύο κορίτσια. Αφού η Μυρτώ
πληροφόρησε τη Στέλα για την οικογένειά της και για την καταγωγή της, άφησε την
καινούργια φίλη της να εκφραστεί: «Μέχρι πέρσι εγώ φοιτούσα σε δημοτικό σχολείο
της Αττικής αλλά ξαφνικά τα μαζέψαμε και ήρθαμε στην Κύπρο, γιατί ο μπαμπάς μου
βρήκε εδώ καλύτερη δουλειά».
Οι
πρώτες μέρες στο σχολείο κυλούσαν ευχάριστα καθώς η έγνοια για τα μαθήματα
συνοδεύονταν από τον γλυκό ενθουσιασμό των μαθητών για τα νέα μαθήματα, για
τους πολλούς καθηγητές, και κυρίως για τους πολλούς νέους φίλους. Η Μυρτώ κάθε
μέρα ένιωθε όλο και πιο οικεία με τη Στέλα κι άρχισε να της εκμυστηρεύεται τα
πιο όμορφα μυστικά της, τους φόβους, τις χαρές και τις λύπες της. Της γνώρισε τους
φίλους της και σύντομα την είχε εντάξει με προθυμία στην παρέα. Πλέον η Στέλα
δεν ήταν ξένη, είχε αποκτήσει τόσους πολλούς φίλους και αυτό το όφειλε στη
Μυρτώ, γι΄ αυτό και ένιωθε κάτι ξεχωριστό για αυτήν. Είχαν δεθεί τόσο!
Τα
διαγωνίσματα δεν άργησαν να πάρουν θέση σε αυτό το ξέγνοιαστο σχολικό σκηνικό.
Σταδιακά τα μαθήματα δυσκόλευαν και μέρα με τη μέρα οι καθηγητές ανακοίνωναν
νέα διαγωνίσματα. Όλα τα παιδιά έβαζαν τα δυνατά τους για να γράψουν καλά. Το
ίδιο και οι δύο κολλητές φίλες, η Στέλα και η Μυρτώ. Συνεργάζονταν στα
μαθήματα, στις μελέτες, στις εργασίες. Μάλιστα η Στέλα αφιέρωνε κάποια
διαλείμματα στη φίλη της, τη Μυρτώ, βοηθώντας την στα Μαθηματικά, όπου
δυσκολευόταν κάποιες φορές. Και οι δύο ήταν πολύ καλές μαθήτριες όμως το
πρωτείο της τάξης άνηκε πάντοτε στη Στέλα. Αξιοπρόσεκτη ήταν η συμπεριφορά της
καθηγήτριας των Ελληνικών απέναντί της, η οποία κάθε φορά που της έδινε το
διαγώνισμά της έλεγε με θαυμασμό «Εύγε»!
Ένα
χιονισμένο πρωινό του Ιανουαρίου έφτασε η μέρα που δόθηκαν οι βαθμοί του τετραμήνου
για τις επιτυχίες, αλλά και τις αποτυχίες τους. Η Στέλα αρίστευσε σε όλα τα
μαθήματα, όπως και η Μυρτώ. Όμως δεν την άρεσε καθόλου να καυχιέται για τον
εαυτό της και να μειώνει τους άλλους. Με ένα διακριτικό χαμόγελο ζωγραφισμένο
στο γλυκό πρόσωπό της πήρε τον δρόμο για το σπίτι της χαιρετώντας τους
συμμαθητές της και λέγοντας «Θα τα πούμε τη Δευτέρα...»
Η
Δευτέρα δεν άργησε να ρθει... Μια Δευτέρα διαφορετική από τις άλλες,
συννεφιασμένη και μουντή, λες και κάτι συνέβαινε... Η Στέλλα δεν φάνηκε στο
σχολείο. «Μάλλον θα αρρώστησε ή θα έχει αποκοιμηθεί», σκέφτηκε η Μυρτώ. Τα
υπόλοιπα παιδιά δεν την έψαξαν καθώς δεν ήταν κάτι περίεργο να απουσιάζει
κάποιος μαθητής μια μέρα από τον σχολείο. Την επομένη η Στέλλα ήταν και πάλι
άφαντη και αυτό συνεχίστηκε για μια εβδομάδα... «Τι συμβαίνει άραγε;»,
αναρωτιόταν η Μυρτώ, που έπαιρνε συνεχώς τηλέφωνο στο κινητό της φίλης της αλλά
δεν απαντούσε. «Κάτι πρέπει να έχει πάθει η φίλη μου». Ανησύχησε τόσο πολύ που
ενώ βρισκόταν στην τάξη, το μυαλό της ταξίδευε και άσχημες σκέψεις την
κατέτρεχαν. Δεν άκουγε την καθηγήτρια της που μιλούσε για Σπαρτιάτες και
Αθηναίους. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν τι θα μπορούσε να είχε συμβεί στη Στέλλα.
Γι’ αυτό αποφάσισε πως σχολώντας, δε θα επέστρεφε στο σπίτι αμέσως, αλλά θα
πήγαινε στο σπίτι της Στέλλας να την συναντήσει, για να μάθει τι συμβαίνει.
Έτσι
κι έγινε... Ενθυμούμενη κάποιες πληροφορίες που της είχε δώσει η Στέλλα για τη
γειτονιά της και το σπίτι της, ξεκίνησε. Αναγνώρισε εύκολα το σπίτι, ανάμεσα
στα άλλα. Ένα απλό, μικρό, συνηθισμένο σπιτάκι, με γκρίζα παράθυρα και μια
μικρή ανθοστόλιστη αυλή. Η Μυρτώ άνοιξε με δισταγμό την καγκελόπορτα και
ανεβαίνοντας τρία σκαλοπάτια βρέθηκε μπροστά στην επιβλητική ξύλινη πόρτα.
Χτύπησε το κουδούνι και μετά από λίγα λεπτά άνοιξε μια αδύναμη, νεαρή και
κουρασμένη γυναίκα. «Πω πω, ίδια η Στέλλα», είπε από μέσα της η Μυρτώ μόλις την
είδε. Ήταν η μητέρα της, η οποία απορημένη που είδε την Μυρτώ στο κατώφλι της,
την ρώτησε ποια είναι. Αφού της εξήγησε ποια είναι, ζήτησε να δει τη φίλη της.
Εκείνη ευγενικά της είπε να περάσει μέσα.
Η
Μυρτώ γεμάτη ανυπομονησία να δει τη φίλη της άφησε τις ντροπές και κάθε
αναστολή και πέρασε στο σαλόνι. Ένα μικρό καλοσυγυρισμένο δωμάτιο, με δύο
καφετιές πολυθρόνες, έναν καναπέ και ένα μικρό τραπεζάκι στη μέση. Τίποτα το
ιδιαίτερο. Σε μια πολυθρόνα ήταν καθισμένο ένα αδύναμο, περισσότερο από παλιά,
και χλωμό κορίτσι... Ήταν η Στέλα, αγνώριστη πλέον… Μόλις αντίκρισε τη φίλη της
ενθουσιάστηκε και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα από τη συγκίνηση… Κάποιος είχε
ενδιαφερθεί για εκείνη… Με τη λεπτή τρεμάμενη φωνή της ρώτησε τη Μυρτώ πώς
βρέθηκε στο σπίτι.
Αφού
μίλησαν για το σχολείο και η Μυρτώ της είπε τα νέα για τα μαθήματα και κάποια
ευτράπελα για τους συμμαθητές της, στη συνέχεια η Στέλλα πήρε το θάρρος και
άρχισε να λέει και αυτή τα δικά της. Τρέμοντας σαν σπουργίτι εκμυστηρεύτηκε τα
πάντα στην κολλητή της. «Ο λόγος που απουσιάζω απανωτά από το σχολείο είναι
πολύ σοβαρός, Μυρτώ μου...»
«Γνωρίζεις
καλά πως στην αρχή της σχολικής χρονιάς ήμουν ένα ντροπαλό κοριτσάκι, όπως και
οι υπόλοιποι, που δεν είχε καθόλου φίλους, μέχρι που εμφανίστηκες εσύ και
άλλαξες την καθημερινότητά μου. Αυτούς τους λίγους μήνες σε αγάπησα και σε
εκτίμησα όσο κανένα άλλο. Μην ξεχνάς ότι δεν έχω ούτε αδέρφια. Είσαι και θα
είσαι για μένα αδερφή ψυχή. Στο πρόσωπό σου βρήκα έναν έμπιστο άνθρωπο να λέω
τους προβληματισμούς μου, τις σκέψεις μου και γενικά ό,τι με απασχολεί. Ξέρεις
πόσο πολύ ανυπομονούσα καθημερινά να πάω στο σχολείο; Αυτό που λένε πως το
σχολείο είναι το δεύτερό μας σπίτι, για μένα δεν είναι κούφια λόγια, είναι μια
αλήθεια! Δυστυχώς μως ήρθε εκείνη η νύχτα. Εκείνη η νύχτα της Κυριακής που μου
άλλαξε τη ζωή.»
«Ενώ
διάβαζα ένα πολύ ενδιαφέρον λογοτεχνικό βιβλίο, άρχισα να νιώθω ζάλη. Ξάπλωσα
και κοιμήθηκα πιστεύοντας πως μέχρι το πρωί θα μου περνούσε και θα πήγαινα στο
σχολείο. Ωστόσο το πρόβλημα επιδεινώθηκε. Είχα αιμορραγίες στη μύτη και οι
γονείς μου πανικοβλήθηκαν. Δεν ήξεραν τι είχε συμβεί έτσι ξαφνικά. Με πήραν στο
πλησιέστερο νοσοκομείο και ο γιατρός μας είπε πως θα έπρεπε να κάνω κάποιες
απαραίτητες εξετάσεις. Έπειτα αναμέναμε τα αποτελέσματα με την ελπίδα πως μια
ιάσιμη ασθένεια με πλάκωσε τώρα χειμωνιάτικα και πως γρήγορα με την κατάλληλη
φαρμακευτική αγωγή θα την αντιμετώπιζα. Δεν ήρθαν όμως έτσι τα πράγματα... Το
απόγευμα της ίδιας μέρας χτύπησε το τηλέφωνο και η μαμά μου γεμάτη αγωνία το
απάντησε. Ακόμα θυμάμαι τα λόγια του γιατρού… «Κυρία Αντωνίου, είμαστε στη
δυσάρεστη θέση να σας ανακοινώσουμε πως η κόρη σας πρέπει να...πως να το
πω...πάσχει από καρκίνο μυελού των οστών. Όμως, μην απελπίζεστε.. Στις μέρες
μας με την τόσο μεγάλη εξέλιξη της επιστήμης ο παιδικός καρκίνος είναι
ιάσιμος».
Αυτά
τα λόγια αρκούσαν για να ταράξουν τη Μυρτώ. Έμεινε αποσβολωμένη στην πολυθρόνα
ακούγοντας τη φίλη της και τα δάκρυα στα μάτια της έτρεχαν ποτάμι. Η Στέλλα,
πήρε το θάρρος και συνέχισε. «Ο γιατρός είπε πως δεν μπορώ να αντεπεξέλθω στις
απαιτήσεις του σχολείου. Είμαι τόσο αδύναμη που ούτε καν την σχολική τσάντα δε
μπορώ να σηκώσω. Ακόμη και λιποθυμίες μου προκαλεί αυτή η αρρώστια. Η μόνη
ελπίδα για να γίνω καλά και να μπορέσω να επανέλθω στην παλιά μου
καθημερινότητα, είναι να βρεθεί συμβατός δότης για να γίνει η μεταμόσχευση
μυελού των οστών. Τα συναισθήματά μου διαδέχονται το ένα το άλλο: αγωνία για
την εξέλιξη, φόβος για το άγνωστο,
εξάντληση από τις χημειοθεραπείες, θυμός για
όλα όσα βιώνω, αλλά και μια κρυφή ελπίδα πως όλα είναι παροδικά. Αυτή τη στιγμή
οφείλω να σου ομολογήσω πως ξαλάφρωσα που σου τα είπα όλα. Μου έλειψες πολύ και
ήμουν σίγουρη ότι θα ανησυχήσεις για μένα. Θέλω όμως να μην πεις σε κανένα στο
σχολείο για το θέμα αυτό. Δε θέλω να τους ανησυχήσω…». «Υπόσχομαι Στελλίτσα μου
πως θα μείνει μεταξύ μας», απάντησε συγκινημένη η Μυρτώ.
Ξαφνικά
τις διέκοψε η μαμά της Στέλλας, η οποία μπήκε στο σαλόνι κρατώντας έναν δίσκο με
δύο λεμονάδες και νόστιμα σπιτικά μπισκότα. Η Μυρτώ αφού σηκώθηκε όρθια είπε:
«Θα είμαι δίπλα σας για ό,τι χρειαστείτε. Θα βοηθήσω τη Στελλίτσα μας με όλες
μου τις δυνάμεις και είμαι σίγουρη πως ο Θεός δε θα την εγκαταλείψει». Η μητέρα
βούρκωσε... «Είσαι ένας σπάνιος άνθρωπος Μυρτώ. Να ξέρεις πως μόνο και μόνο με
την επίσκεψή σου μας έδωσες αρκετό θάρρος. Αν όχι ο μεγαλύτερος, ένας από τους
μεγαλύτερους φόβους μου ήταν να διαγνωστεί το παιδί μου με καρκίνο. Ποιος
γονιός αντέχει να βλέπει το παιδί του να υποφέρει και εκείνος να μην μπορεί να
το βοηθήσει; Όμως συνέβηκε και θα το παλέψουμε». Έπειτα η Μυρτώ τους είπε πως
πρέπει να φύγει και θα ξανάρθει με την πρώτη ευκαιρία. «Θα σε περιμένω!» είπε η
μικρή οικοδέσποινα στη φίλη της καθώς έφευγε «Θα τα ξαναπούμε σύντομα φιλενάδα
μου!», απάντησε η Μυρτώ.
Βγαίνοντας
από το κατώφλι του σπιτιού η Μυρτώ πάγωσε και το προσποιητό χαμόγελο έσβησε από
το πρόσωπό της. Στη διαδρομή για το σπίτι αντηχούσε στα αυτιά της η φράση
«πάσχει από καρκίνο μυελού των οστών». Μπορεί να έδειχνε ψύχραιμη μπροστά στη Στέλλα, όμως, στην ουσία κόπηκαν τα πόδια της, ανησύχησε πολύ. Έφτασε στο σπίτι
καταρρακωμένη. Είπε στη μαμά της όσα έγιναν και κάθισε στο γραφείο για να
διαβάσει. Το μυαλό της όμως τριγυρνούσε στο μικρό σπίτι της Στέλλας, εκεί στο
φτωχικό αλλά τόσο ζεστό σαλονάκι της. Παρόλο που προσπαθούσε να λύσει τις
ασκήσεις της, δεν τα κατάφερνε. Δεν είχε διάθεση για τίποτα. «Αν πάθει κάτι
ξαφνικά... Αν πεθάνει...», σκεφτόταν και τα έχανε στο λεπτό...
Το
επόμενο πρωί η Μυρτώ ξύπνησε βαρύθυμη και σκυθρωπή, αλλά αποφασισμένη να πάρει
την κατάσταση στα χέρια της. Είχε υποσχεθεί στη Στέλα πως δεν θα πει σε κανέναν
τίποτα, αλλά το σκέφτηκε, το ξανασκέφτηκε και τελικά αποφάσισε να μιλήσει σε
μια καθηγήτριά της. «Αυτό το θέμα δεν χωράει μυστικά», μονολόγησε, εμποτισμένη
από δυναμισμό. «Άλλωστε», σκέφτηκε, «η κυρία Κωνσταντίνα είναι τόσο έμπιστη και
καλόκαρδη που σίγουρα θα ευαισθητοποιηθεί με το θέμα αυτό».
Την
πρώτη ώρα, στο μάθημα των Ελληνικών η καθηγήτρια, αφού διάβασε στα παιδιά το
διήγημα «Η Βαγγελίτσα», τους είπε να ζωγραφίσουν στο τετράδιο τους μια σκηνή
που τους άρεσε περισσότερο. Περνώντας δίπλα από τα παιδιά, το βλέμμα της έπεσε
στη παράξενη ζωγραφιά της Μυρτώς. Στην εικόνα δέσποζε ένα κορίτσι με μακριά
μαλλιά με πυκνές όμορφες μπούκλες, αλλά κάπως αδύναμο και μελαγχολικό. Πάνω από
το κεφάλι της είχε ένα ερωτηματικό και στο πλάι έγραφε με έντονα γράμματα «Η
σκέψη μου είναι μαζί σου φίλη μου, ΜΑΖΙ θα τα καταφέρουμε». Η καθηγήτρια
βλέποντας ότι η εικόνα δεν ανταποκρινόταν ακριβώς στα συμφραζόμενα του
διηγήματος που μόλις πριν λίγο είχε διαβάσει, είπε με απορία στη Μυρτώ να της
περιγράψει τη ζωγραφιά της. Η Μυρτώ σαστισμένη της είπε ότι παρασύρθηκε από τις
σκέψεις της και ζωγράφισε κάτι που την προβλημάτιζε εκείνες τις μέρες.
Η
καθηγήτρια κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά με τη μαθήτριά της και έτσι όταν
το μάθημα τελείωσε και όλοι οι μαθητές βγήκαν έξω στην αυλή για διάλειμμα,
κάλεσε τη Μυρτώ κοντά της. Τη ρώτησε τι συμβαίνει και είναι τόσο αφηρημένη όλη
την ώρα. Η Μυρτώ χωρίς δισταγμό ξεκίνησε να της αφηγείται τα πάντα. Η
καθηγήτρια συγκινημένη κοιτούσε χωρίς να μιλά. Ήξερε πως είναι να χάνεις
κάποιον δικό σου άνθρωπο από καρκίνο, καθώς πρόσφατα είχε χάσει κι αυτή τη
ξαδέλφη της. Με τα μάτια γεμάτα δάκρυα είπε στη Μυρτώ ότι πρέπει να βοηθήσουν
όσο μπορούν τόσο οι καθηγητές όσο και οι μαθητές. Μάλιστα καθησύχασε τη Μυρτώ
λέγοντάς της πως από δω και πέρα ό,τι συμβαίνει θα το αντιμετωπίζουν μαζί και η Στέλλα θα γίνει καλά.
Το
μεσημέρι η κυρία Κωνσταντίνα επιστρέφοντας στο σπίτι της ήταν σκεφτική και
σιωπηλή. Σκεφτόταν ποιο θα ήταν το πρώτο βήμα που θα έκανε για το πρόβλημα
αυτό. Τηλεφώνησε στη Μυρτώ και της είπε πως θα ήταν καλό να επισκεφθούν μαζί
για πρώτη φορά τη Στέλλα για να μην ντραπεί βλέποντας την καθηγήτρια της. Η
Μυρτώ δέχτηκε με χαρά λέγοντας πως είναι ευκαιρία να πάνε το επόμενο πρωί που
ήταν Σάββατο. Πρόσθεσε μάλιστα στην καθηγήτριά της πως μόλις την ενημέρωσε η
μαμά της Στέλλας ότι η κατάσταση επιδεινώθηκε και την πήγαν εσπευσμένα στο
νοσοκομείο.
Η
Μυρτώ προετοιμάστηκε για την επίσκεψη όπως και η κυρία Κωνσταντίνα. Έγραψε μια
μεγάλη ευχετήρια κάρτα στην κολλητή της και τη συνόδευε με ένα μυρωδάτο
τριαντάφυλλο. Η καθηγήτρια της αγόρασε ένα λογοτεχνικό βιβλίο με τίτλο «Θα σε
δω στη ξαστεριά». Σε λίγη ώρα βρίσκονταν αντιμέτωπες με μια περίεργη εικόνα. Η
μικρόσωμη Στέλα με τις ξανθές μακριές μπούκλες έγινε ένας άλλος άνθρωπος...
χωρίς μαλλιά, χλωμή και ακόμα πιο αδύνατη, χαμένη στα άσπρα σεντόνια στο
κρεβάτι του πόνου...
Ξαφνιάστηκαν αλλά έβαλαν το προσωπείο του ενθουσιασμού και
της χαράς, εφόσον πήγαν για να εμψυχώσουν τη Στέλλα. Η Μυρτώ έτρεξε καταπάνω
της, την αγκάλιασε και την φίλησε. Ακολούθησε η κυρία Κωνσταντίνα λίγο πιο
συγκρατημένη λέγοντας δύο λόγια για το βιβλίο που της έφερε για να αλλάξει
κάπως την φορτισμένη ατμόσφαιρα. Η κουβέντα ανάμεσα στις μαθήτριες και στην
καθηγήτρια εξελίχτηκε σε πολύ φιλικό επίπεδο. Μιλούσαν, γελούσαν και χωρίς να
το θέλουν είπαν τα πάντα. Η εμπιστοσύνη μεταξύ τους ήταν διάχυτη. Η καθηγήτρια
της είπε πως θα την επισκέπτεται συχνά και όποτε μπορεί θα κάνουν λίγα
ενισχυτικά μαθήματα για να μην χάσει την επαφή με το σχολείο. Η Μυρτώ
συμπλήρωσε πως θα την βοηθούσε και θα διάβαζαν μαζί, όποτε βέβαια ήταν εφικτό.
Καθώς μιλούσαν μια φωνή από τον διάδρομο διέκοψε την συζήτηση «Τέλος
επισκεπτηρίου». Αφού αποχαιρετίστηκαν έδωσαν ραντεβού το συντομότερο.
Η
κυρία Κωνσταντίνα πλέον πρόσθεσε στην καθημερινότητά της μια επίσκεψη στο
νοσοκομείο. Κάθε απόγευμα αφού τελείωνε με τις υποχρεώσεις της οικογένειάς της
πήγαινε για λίγο διάβασμα και εμψύχωση στη Στέλα. Προσπαθούσε να μην την
κουράζει με πολλά λόγια και έκανε το μάθημα με ένα ευχάριστο τρόπο. Άλλωστε ο
βασικός της στόχος δεν ήταν να μεταδώσει στην Στέλλα στείρες γνώσεις, αλλά να
κρατά το μυαλό της σε εγρήγορση ώστε να μην χάνει το κουράγιο της και να τη
νικήσει η καταραμένη αρρώστια.
Η
Μυρτώ από την άλλη δεν πήγαινε κάθε μέρα στη φίλη της. Οι υποχρεώσεις του
σχολείου της στερούσαν αρκετό από τον απογευματινό ελεύθερο χρόνο της. Πήγαινε
δύο-τρεις φορές τη βδομάδα και την απασχολούσε με γλυκιές κουβεντούλες και με
επιτραπέζια παιχνίδια. Το γέλιο που έκαναν οι δύο φίλες εκεί, στο μικρό δωμάτιο
του νοσοκομείου, δεν λέγεται... Οι νοσοκόμες και οι γιατροί θαύμαζαν τη Μυρτώ
για τη στάση της και την επαινούσαν για την σπουδαία της πράξη.
Η
φιλανθρωπική τους δράση όμως δεν σταμάτησε εδώ. Όλα τα κορίτσια αποφάσισαν να
κόψουν τα μαλλιά τους για να δημιουργήσουν μια ωραία περούκα για τη Στέλλα. Τα
αγόρια από την άλλη συμφώνησαν να ξυρίσουν τα κεφάλια σε ένδειξη συμπαράστασης
στην αγαπητή τους συμμαθήτρια. Μέσα σε λίγες μέρες δημιούργησαν μια πλούσια
μακριά ξανθή πλεξούδα και την έστειλαν στη Στέλλα με την καθηγήτριά τους.
Όλοι
βρίσκονταν τριγύρω της σαν φωτοβόλοι φάροι δίνοντάς της ελπίδα και δύναμη. Δυο
βδομάδες ακριβώς από τη μέρα της αιμοληψίας τα αποτελέσματα ήταν έτοιμα. Η μαμά
της Στέλλας τηλεφώνησε ενθουσιασμένη, με δάκρυα στα μάτια, στη Μυρτώ. Δεν
πίστευε αυτό που της είπε ο γιατρός. Ο συμβατός δότης, το άτομο δηλαδή που θα
μπορούσε να σώσει τη ζωή της μικρής Στέλλας, ήταν η ίδια η κολλητή της, η Μυρτώ.
Ο άγγελος της όπως την αποκάλεσε η ίδια η Στέλλα. Ο δικός της δότης είναι
ΑΝΘΡΩΠΟΣ με κεφαλαία! Η δική της ηρωίδα! Μόλις άκουσε τα λόγια της μητέρας η
Μυρτώ ένιωσε να έχει φτερά και να πετά. Πετούσε από χαρά, πετούσε από ευτυχία,
που θα πρόσφερε στη Στέλλα, ακόμα κάτι, πολύ σημαντικό, πέρα από τα υλικά αγαθά,
πέρα από τη συμπαράσταση... Ούτε στιγμή δεν πέρασε από το μυαλό της η δυσκολία
που θα συναντούσε στην επέμβαση. Ούτε στιγμή δε δείλιασε, αλλά αντίθετα είπε
στο γιατρό να επισπεύσει τη διαδικασία και να γίνει όσο το δυνατόν πιο σύντομα
η μεταμόσχευση.
Αφού η
Μυρτώ έκανε τις απαραίτητες προληπτικές εξετάσεις, μπήκε στο χειρουργείο όπου
όλα κύλησαν καλά, χωρίς επιπλοκές. Το επόμενο στάδιο ήταν να περιμένουν για να
δουν κατά πόσο ο εξασθενημένος οργανισμός της Στέλλας θα δεχόταν το μόσχευμα.
Όλοι περίμεναν αγωνιωδώς έχοντας πίστη και ελπίδα πως ο παντοδύναμος Θεός δε θα
τους εγκαταλείψει. Στο σχολείο, στο σπίτι της Μυρτώς, στο σπίτι της Στέλλας η
προσευχή ήταν αδιάκοπη. Κανείς δεν έμεινε ασυγκίνητος.
Οι
γιατροί που εξέταζαν καθημερινά τη Στέλλα έβλεπαν πως όλα πήγαιναν προς το
καλύτερο. Περίμεναν όμως να συμπληρωθούν οι μέρες που ορίζονταν για να
διαπιστωθεί ότι ο οργανισμός αποδέχτηκε το μόσχευμα και μετά να ενημερώσουν
τους συγγενείς για να μην παίζουν με την αγωνία και με τον πόνο τους. Οι γονείς
της Στέλλας ξαγρυπνούσαν στο πλάι της. Η κυρία Κωνσταντίνα και η Μυρτώ δεν
έχαναν ευκαιρία να την επισκέπτονται.
Μέχρι
που μια μέρα ο γιατρός μπήκε με μια άλλη διάθεση στο δωμάτιο προμηνύοντας κάτι
ευχάριστα. Είπε στους γονείς πως έχει πολύ ευχάριστα νέα. Κρέμονταν από τα
χείλη του γιατρού, ο οποίος δεν τους άφησε για πολύ σε αγωνία «Αρκετά σας
ταλαιπωρήσαμε εδώ μέσα», είπε «μαζέψτε τα πράγματά σας και πηγαίνετε στο σπίτι
σας. Η Στελλίτσα μας είναι μια χαρά... Το μόσχευμα έγινε αποδεκτό από τον
οργανισμό της... Τέρμα τα βάσανα... Το μόνο που θα κάνει είναι να μας
επισκέπτεται σε τακτά διαστήματα για κάποιες εξετάσεις ρουτίνας». Η μάνα της
έμεινε σιωπηλή.. Ακόμη και τα δάκρυα είχαν στερέψει... Δεν έκλαιγε ούτε αυτή,
ούτε ο πατέρας... Με ένα χαμόγελο αισιοδοξίας μπροστά στο μέλλον κοίταξαν τη
κορούλα τους που έκλαιγε από χαρά. «Δηλαδή, γιατρέ. μπορώ να επιστρέψω στο
σχολείο, στους συμμαθητές μου και πάλι;», ρώτησε με απορία και δισταγμό. «Ναι,
αμέ! κι αύριο αν θέλεις, μπορείς να πας στο σχολείο σου».
Εκείνη
τη μέρα μπορεί να πει κανείς πως ακόμα κι η φύση γιόρταζε. Τα πάντα έσφιζαν από
ζωντάνια και χαρά. Ήταν άνοιξη και η φύση έστησε ένα τρελό πανηγύρι ευτυχίας.
Λες και καταλάβαιναν ακόμη και τα πουλιά, ακόμη και τα λουλούδια, ακόμη κι ο
ήλιος και οι πέτρες που γίνονταν χρυσές από τις ηλιαχτίδες του, πως κάτι είχε
συμβεί. Λες και όλοι γλεντούσαν τη νίκη της Στέλας απέναντι στον καρκίνο.
Το
επόμενο πρωι όλο το σχολείο υποδέχτηκε τη Στέλα μέσα σε ένα πολύ συγκινητικό
κλίμα. Ένα πανό δέσποζε στην είσοδο του σχολείου, που έγραφε «Καλώς ήρθες
Στέλα!» Καθηγητές και μαθητές ετοίμασαν ένα μεγάλο πάρτι στην αυλή του
σχολείου. Η Στέλα πήρε τον λόγο και αφού τους ευχαρίστησε όλους από καρδιάς για
τη στήριξη που της έδωσαν, τους είπε: «Η λευχαιμία φίλοι μου, μου χτύπησε την
πόρτα κι εγώ αφού της άνοιξα, την αντιμετώπισα με θάρρος και με πίστη στον Θεό.
Ο καρκίνος μπορεί να είναι μια πραγματικότητα, αλλά δεν είναι αήττητος. Στον
αγώνα για τη ζωή δεν χωράνε μοιρολατρίες και απαισιοδοξία. Η πίστη μας στο Θεό
δεν πρέπει να χάνεται ποτέ. Όσο κι αν εμείς θεωρούμε πως κάποιες φορές μας έχει
ξεχάσει, Αυτός είναι δίπλα μας κάθε λεπτό. Απλά μας θέλει δυνατούς και με βαθιά
πίστη, γι’ αυτό μας δοκιμάζει, για να μας βοηθήσει να κερδίσουμε τον αληθινό
Παράδεισο...».
Η Στέλλα ξαναμπήκε στη μαθητική κοινότητα δυναμικά. Όλοι οι μαθητές μετά από αυτό
το συμβάν ήταν πιο δεμένοι από ποτέ. Συνεργάζονταν, αλληλοβοηθούνταν και
συμπαραστέκονταν ο ένας στον άλλον. Οι σχέσεις τους έγιναν πιο στενές και οι
ανταγωνισμοί μεταξύ τους χάθηκαν. Το τέλος της σχολικής χρονιάς βρήκε τη Στέλλα ανάμεσα στους αριστεύσαντες μαθητές τους σχολείου. Παίρνοντας το αριστείο της,
είπε δυο λόγια από καρδιάς: «Αφιερώνω το μικρό αυτό σταυρόσχημο αγαλματάκι σε
όλους τους καθηγητές και τους συμμαθητές μου, αλλά ιδιαίτερα το αφιερώνω στην
κυρία Κωνσταντίνα και στη Μυρτώ μου. Αν δεν τις είχα στο πλάι μου, ο δρόμος για
τη ζωή θα ήταν σίγουρα πιο δύσκολος. Βιώνοντας την περιπέτεια αυτή, έμαθα με
σκληρό τρόπο πως η ζωή δεν είναι στρωμένη με ροδοπέταλα, αλλά η ζωή κερδίζεται!
Μπορεί σε αυτόν τον πόλεμο να έχασα πολλές μάχες, όμως τελικά βγήκα
κερδισμένη».
Η
κυρία Κωνσταντίνα βαθιά συγκινημένη, μα και πολύ ευτυχισμένη εκείνη τη στιγμή
είπε «Η φετινή χρονιά ας είναι για όλους μας ένα φωτεινό παράδειγμα
αγωνιστικότητας. Η Στέλλα ας είναι για μας το αστέρι που θα μας καθοδηγεί πάντα
στο σωστό δρόμο και θα μας θυμίζει πως δεν πρέπει να τα παρατούμε στις
δυσκολίες. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο που το όνομά της στα λατινικά σημαίνει
αστέρι!».
Το
βράδυ βρήκε τη Στέλλα να κάθεται στη βεράντα του σπιτιού παρέα με τα αστέρια και
να διαβάζει στους αγαπημένους της γονείς τις τελευταίες αράδες από το βιβλίο
που της χάρισε η καθηγήτρια της «...τίποτα δεν είναι τυχαίο, τίποτα δεν είναι
αδύνατον, τα πάντα μπορούν να αλλάξουν, αρκεί να το ΘΕΛΕΙΣ, αρκεί να ΕΛΠΙΖΕΙΣ,
αρκεί να ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ..!»
Πηγή: https://politis.com.cy/article/to-diigima-tis-mirtos-to-lamprotero-asterinikise-ton-pediko-karkino