Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2017

Πώς νιώθει ένα παιδί όταν το αδερφάκι του έχει διαγνωσθεί με καρκίνο;


Οι ψυχολόγοι στρέφουν την προσοχή τους στην ψυχολογική υποστήριξη των παιδιών που τα αδέρφια τους έχουν διαγνωσθεί με καρκίνο.

Όταν οι γονείς μάθουν ότι δυστυχώς ένα από τα παιδιά τους έχει καρκίνο, η προσοχή εκείνων αλλά και των επαγγελματιών ψυχικής υγείας, στρέφεται στην υποστήριξη του άρρωστου παιδιού με τον καλύτερο τρόπο. Στοιχειωμένα όμως από αυτόν το εφιάλτη είναι εξίσου και τα αδέρφια του παιδιού. Όχι μόνο θα είναι κυριευμένα από το σοκ και το φόβο της είδησης, αλλά θα πρέπει να προσαρμοστούν και στην όλη εξέλιξη του καρκίνου που η οικογένεια πρέπει να ακολουθήσει.

Η στήριξη στα αδέρφια των παιδιών με καρκίνο είναι μία άκρως σημαντική υπόθεση. Ωστόσο η πραγματικότητα είναι ότι γνωρίζουμε λίγα πράγματα για τις εμπειρίες τους. Μια νέα μελέτη στον τομέα της Κλινικής Ψυχολογίας του Παιδιού και της Ψυχιατρικής, βοηθά να αντιμετωπισθεί αυτό το ερευνητικό κενό, βασισμένη σε συνεντεύξεις που πάρθηκαν από δύο αδερφούς και τέσσερις αδερφές – ηλικίας 12 ως 18 ετών, παιδιών και εφήβων με καρκίνο. Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν το σοκ και το φόβο που βίωσαν τα αδέρφια και τις προκλήσεις που είχαν να αντιμετωπίσουν αλλά και ανακαλύψουν τη θετική πλευρά αυτής της δυσάρεστης κατάστασης με τη μορφή της «μετατραυματικής υπέρβασης».

Οι ερευνητές του νοσοκομείου του Addenbrooke στο Ηνωμένο Βασίλειο, πήραν συνέντευξη από κάθε αδερφό/ή για περίπου 40 με 80 λεπτά, συμπεριλαμβανομένων και ερωτήσεων που αφορούσαν στα συναισθήματά τω παιδιών, όταν άκουσαν πως ο αδερφός ή η αδερφή τους, είχε διαγνωσθεί με καρκίνο και αν στη συνέχεια, είχαν βιώσει οποιεσδήποτε θετικές αλλαγές.

Τα συνεντευξιαζόμενα αδέρφια των παιδιών με καρκίνο ήταν περίπου στην ηλικία των 11 με 16 ετών και οι διαγνώσεις για όγκο στον εγκέφαλο ή λευχαιμία, είχαν γίνει 18 με 36 μήνες νωρίτερα. Δυο από τα αδέρφια των παιδιών αυτών βρίσκονται ακόμα σε θεραπεία ενώ τα άλλα τέσσερα σε ύφεση.

Οι συνεντεύξεις αποκάλυψαν πως αυτό το σύμπλεγμα των συναισθημάτων που οι έφηβοι (και τα 12χρονα παιδιά) είχαν βιώσει από το αρχικό σοκ της διάγνωσης των αδερφών τους («Ούτε καν έκλαψα, καθώς όταν το έμαθα ένιωσα μια γροθιά στο στομάχι») έφτανε μέχρι και σε αισθήματα ενοχής, λύπης και αβοήθητου και κάποιες φορές θυμού και ζήλιας («ο αδερφός μου δεχόταν συνέχεια δώρα από τους γονείς μου»).

Ένα επαναλαμβανόμενο ζήτημα που προέκυπτε από την έρευνα, ήταν η θετική επίδραση στις σχέσεις των συνεντευξιαζόμενων, ιδιαίτερα με τα άρρωστα αδέρφια τους («…. εγώ και εκείνη -η άρρωστη αδερφή - από τότε που συνέβη αυτό, είμαστε οι καλύτεροι φίλοι… είμαστε πολύ κοντά τώρα»), με την οικογένεια ως σύνολο, με τους πατεράδες τους (επειδή η μητέρα τους είχε τόσο αφοσιωθεί στη φροντίδα του άρρωστου αδερφού) και με την υποστήριξη από το εξωτερικό περιβάλλον, συμπεριλαμβάνοντας τις ουσιαστικές φιλικές σχέσεις και τους χρήσιμους σχολικούς συμβούλους και ψυχοθεραπευτές.

Ενώ συχνά ανέφεραν τα μειονεκτήματα της κατάστασης, όπως η απαίτηση της απότομης ενηλικίωσης, οι συνεντευξιαζόμενοι επίσης περιέγραψαν το πώς είχαν αλλάξει προς το καλύτερο μετά από την ασθένεια των αδερφών τους – όπως το να γίνουν πιο ώριμοι και συμπονετικοί («Δείχνω τώρα περισσότερη κατανόηση στους άλλους, όπως για παράδειγμα στα παιδιά με ειδικές ανάγκες - Σκέφτομαι  ‘υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω για να βοηθήσω; Επειδή ξέρω πως αισθάνονται τα αδέρφια και οι γονείς τους»).

Επίσης περιέγραψαν τις αλλαγές στις προτεραιότητες τους («Μόλις πρόσφατα έχω δείξει ενδιαφέρον για φιλανθρωπικό έργο») και στη στάση ζωής τους («Αν θέλω να κάνω πράγματα, τα κάνω αμέσως… η ζωή μπορεί να γίνει τόσο μικρή») παρ’ όλο που υπήρξαν αναφορές για ένα συνεχές άγχος.

Κάποια πρακτικά ζητήματα που διεξήχθησαν από την έρευνα, περιλαμβάνουν τα επαναλαμβανόμενα σχόλια των συνεντευξιαζόμενων για την παντελή έλλειψη υποστήριξης στο νοσοκομείο (σε αντίθεση με την υποστήριξη που έλαβαν στο σχολείο και οπουδήποτε αλλού). Επιπλέον οι έφηβοι συμβούλεψαν άλλους εφήβους που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, να ζητήσουν βοήθεια από τους γονείς τους («Δεν ήθελα να ζητήσω βοήθεια από τους γονείς μου γιατί δεν ήθελα να τους κάνω να νιώσουν περισσότερο στρεσαρισμένοι και αγχωμένοι αλλά όταν πράγματι τους το ζήτησα, με έκαναν να νιώσω πολύ καλύτερα… Κατάλαβα ότι ο καθένας στην οικογένεια είναι εξίσου σημαντικός»). Επίσης μίλησαν για το πόσο ελπιδοφόρο ήταν το γεγονός ότι συνέχισαν να κάνουν τα χόμπι τους, σαν ένα τρόπο με τον οποίο διατηρούσαν μια αίσθηση του φυσιολογικού στη ζωή τους.

Είναι εξίσου σημαντικό να σημειωθεί πως σ’ αυτή τη μελέτη δόθηκε ενδιαφέρον και για τα αδέρφια των παιδιών με καρκίνο, τα οποία ευτυχώς επιβίωσαν από την ασθένεια τους. Οι ερευνητές προειδοποίησαν ότι οι εμπειρίες των αδερφών των ασθενών που έχουν προσβληθεί από τη νόσο του καρκίνου ή των ασθενών που βρίσκονται σε μια παρηγορητική αγωγή, πιθανόν θα είναι διαφορετικές. Ακόμη αναγνώρισαν τα όρια της ποιοτικής ερευνητικής προσέγγισης, συμπεριλαμβάνοντας την πιθανότητα ότι κάνοντας ερωτήσεις για τα πιθανά θετικά αποτελέσματα της ασθένειας των αδερφών τους, θα μπορούσαν να έχουν προετοιμάσει τους συμμετέχοντες να δουν τους εαυτούς τους σαν «επιζώντες» και να επικεντρωθούν στα θετικά αποτελέσματα.

Οι συνεντεύξεις έδειξαν ότι «τα περισσότερα αδέρφια ήταν σε θέση να ανακαλύψουν κάποια πλεονεκτήματα από τη διάγνωση της ασθένειας των αδερφών τους ενώ αποδέχθηκαν τη θλιβερή πλευρά της κατάστασης», όπως είπαν οι ερευνητές. Εξήγησαν τέλος, ότι θεωρείται κρίσιμης σημασίας το γεγονός ότι η διαδικασία της εξαγωγής παραγόντων που οδηγούν σε μια μετατραυματική υπέρβαση, έχει ως ουσιαστικό αποτέλεσμα τη δημιουργία οδηγών υποστήριξης προς τα αδέρφια παιδιών που έχουν διαγνωσθεί με καρκίνο, συμπεριλαμβανομένων των γονέων, του προσωπικού του νοσοκομείου και των σχολείων.




Απόδοση: Δέσποινα Αντωνίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου