Σάββατο 3 Ιουλίου 2021

Η ψυχολογία του παιδικού καρκίνου

 

Στη σύγχρονη εποχή, χάρη στην εξέλιξη των θεραπευτικών προσεγγίσεων, το συνολικό ποσοστό επιβίωσης των παιδιών με καρκίνο έχει αυξηθεί, από το 10% που ήταν πριν μία δεκαετία, στο 90% σήμερα. Αυτό σημαίνει ότι μέχρι το 2020, εκτιμάται ότι χιλιάδες παιδιά με καρκίνο θα καταφέρουν να επιβιώσουν. 

Με το μεγαλύτερο ποσοστό των παιδιών να επιζούν, έχει γίνει ξεκάθαρο ότι η θεραπεία του καρκίνου, δηλαδή οι χημειοθεραπείες και οι ακτινοβολίες, έχουν μακροχρόνιες επιδράσεις τόσο στη ψυχολογία όσο και στο σώμα ενός παιδιού, όπως είναι η απώλεια μαλλιών, ο πόνος και οι φυσιολογικές δυσλειτουργίες. Μάλιστα, έχει αποδειχτεί ότι επηρεάζει και την ανάπτυξη του εγκεφάλου, προκαλώντας προβλήματα προσοχής, μνήμης και γλωσσικής έκφρασης καθώς επίσης και άγχος και κατάθλιψη. Βασισμένοι σε έρευνες νευροαπεικόνισης που έλεγξαν τη κατασκευή και τη λειτουργία του εγκεφάλου, έχει γίνει σαφές ότι οι θεραπείες που βοηθούν στην επιβίωση του παιδιού προκαλούν βλαβερές συνέπειες στην νευρολογική ανάπτυξη.

Ο παιδικός καρκίνος προκαλεί αρκετό άγχος τόσο στον ασθενή όσο και στην οικογένεια του. Το άγχος ξεκινάει στη αρχή της διάγνωσης, όταν οι οικογένειες προσπαθούν να κατανοήσουν την ασθένεια και τους ιατρικούς όρους που την περιβάλλουν και να έρθουν αντιμέτωποι με τις πιθανότητες θανάτου. Η οικογενειακή ζωή, πλέον, παύει να είναι τόσο φυσιολογική όσο ήταν πριν από τη διάγνωση ενώ οι συχνές επισκέψεις στο νοσοκομείο και σε γιατρούς, τα ακριβά φάρμακα και το αβέβαιο αύριο, ανήκουν πλέον στην καθημερινή ρουτίνα. 

Πολλές φορές, η θεραπεία του παιδικού καρκίνου είναι πιο εντατική και πιο δυνατή συγκριτικά με αυτή των ενηλίκων καθώς εξελίσσεται γρηγορότερα και πιο ραγδαία ενώ οι οργανισμοί των παιδιών μπορούν να αντέξουν περισσότερα απ’  ότι των ενηλίκων. Αυτό σημαίνει ότι οι παρενέργειες της θεραπείες – ναυτία, ζαλάδα, διάρροια, εμετοί και απώλεια μαλλιών – μπορεί να είναι ισχυρότερες.

Η καθημερινότητα της οικογένειας ενός παιδιού με καρκίνο είναι γεμάτο προκλήσεις, τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Τα παιδιά μπορεί να εγκαταλείψουν για κάποιο διάστημα το σχολείο και να έρθουν αντιμέτωπα με προβλήματα μνήμης και προσοχής, όπως επίσης και με απώλεια μαλλιών ή με σωματικές δυσλειτουργίες. Επίσης, υπάρχει ένας μόνιμος φόβος επιδείνωσης της ασθένειας στη ζωή αυτών των οικογενειών – "Είναι αυτός ο πονοκέφαλος φυσιολογικός; Μήπως είναι  αποτέλεσμα κάποιας δυσλειτουργίας ή απλώς παρενέργεια της θεραπείας;"

Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι ο καρκίνος, εκτός από εγκεφαλικές επιδράσεις, έχει και καθημερινά ρίσκα στη κοινωνική ζωή τα οποία μπορεί να προκαλέσουν μετατραυματικό στρες στα παιδιά.

Η μακροχρόνια ψυχολογική επίδραση στη θεραπεία του παιδικού καρκίνου αποτελεί ένα από τα φλέγοντα ζητήματα της επιστήμης ήδη από το 1980. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις παιδιών που προσαρμόζονται επιτυχώς στις απαιτήσεις των θεραπειών ενώ, από την άλλη, υπάρχουν και περιστατικά που παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα άγχους, κατάθλιψης ακόμα και μετατραυματικό σοκ.

Ανάμεσα στα παιδιά που αντιμετωπίζουν παιδικό καρκίνο, οι έρευνες αναφέρουν ότι τα μετατραυματικά επεισόδια είναι πιο συχνά συγκριτικά με το φάσμα εμφάνισης τη διαταραχής σε οποιονδήποτε άλλον και επηρεάζει σχεδόν το 75% των νέων τόσο κατά τη διάρκεια όσο και έπειτα από τη θεραπεία.

Υπάρχει ουσιαστική μεταβλητότητα, με μερικές έρευνες να αναφέρουν ότι το αίσθημα της απειλής ή οι κλινικά σχετικοί παράγοντες (διαμονή σε νοσοκομείο, επιδείνωση της ασθένειας, ισχύς θεραπείας) σχετίζεται υψηλά με την εμφάνιση σοβαρών μετατραυματικό συμπτωμάτων. Συγκεκριμένα, εφιάλτες, αναδρομές σε οδυνηρά γεγονότα, μία επιθυμία για αποφυγή των ανθρώπων, το αίσθημα αβοηθησίας, η απόσταση ή αποκοπή από τους γύρω, το άγχος ή ο ξαφνικός τρόμος είναι μερικά από τα πιο συχνά συμπτώματα, τα οποία μπορεί να βιώνονται τόσο από τον ασθενή όσο και από τις οικογένεια του.

Παρόλο που οι ψυχολογικές επιδράσεις του καρκίνου έχουν αναγνωρισθεί εδώ και μία δεκαετία, το πως επηρεάζει μετατραυματικά η θεραπεία του καρκίνου έχει αγνοηθεί σαν γεγονός από τον επιστημονικό χώρο. Οι αλλαγές στο νευρικό σύστημα ενός παιδιού μπορεί να διαρκέσουν και να αυξήσουν το ρίσκο για τα προβλήματα που θα εμφανιστούν στην πνευματική υγεία του παιδιού στη μετέπειτα ζωή του. Πράγματι, σε μελέτη που έγινε από ερευνητικές ομάδες αναζήτησης των εμπειριών  - οροσήμων παιδικής ηλικίας και δημοσιεύθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1990, αποδείχθηκε ότι τα παιδικά τραύματα (π.χ. βία, παρενόχληση, παραμέληση) είναι αρκετά συνηθισμένα, με ποσοστό άνω του 50%, συγκριτικά με τα αντίστοιχα περιστατικά ενηλίκων. Η συγκεκριμένη έρευνα αναγνώρισε, επίσης πως το παιδικό τραύμα και τα σύνοδα συμπτώματα, όπως το άγχος, η κατάθλιψη και αυτοκτονικές τάσεις,  αποτελούν βασικοί παράγοντες  στην ασθένεια του καρκίνου.

Η νευροεπιστήμη έχει αποδείξει ότι συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου ίσως είναι πιο ευαίσθητες στο άγχος και το τραύμα κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας. Προηγούμενες ερευνητικές προσπάθειες έχουν δείξει ότι οι εγκεφαλικές περιοχές, όπως είναι ο ιππόκαμπος (περιοχή σημαντική για τη μνήμη και τη μάθηση), η αμυγδαλή (περιοχή σημαντική για τη ρύθμιση του συναισθήματος) και ο προμετωπιαίος φλοιός (περιοχή σημαντική για τη προσοχή και για άλλες ανώτερες λειτουργίες) αλλάζουν κατά τη διάρκεια βιώματος ενός παιδικού τραύματος. Επειδή αυτές οι περιοχές συνεχίζουν να αναπτύσσονται εκείνη τη περίοδο, ίσως είναι πιο ευαίσθητες σε προσβολές, όπως είναι το άγχος, το τραύμα και η χημειοθεραπεία. Επομένως, πρέπει να θεωρήσουμε ότι η θεραπεία του καρκίνου είναι «διπλό ρίσκο» και αρκετά πιο αγχωτική και στρεσογόνα περίοδος στην περίπτωση των παιδιών.

Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι παιδικό καρκίνος δεν είναι απλώς μία σωματική ασθένεια αλλά και πνευματική. Η βοήθεια προς τις οικογένειες που αντιμετωπίζουν τέτοιες εμπειρίες θα πρέπει να είναι προτεραιότητα. Επίσης, οι ψυχολογική υποστήριξη των παιδιών και των μελών της οικογένειας αποτελεί σημαντικός στόχος και αναπόσπαστο κομμάτι της θεραπείας. 

Όπως προαναφέρθηκε, ο εγκέφαλος έχει πλαστικότητα κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, γεγονός που σημαίνει ότι είναι αρκετά ευαίσθητος, όχι μόνο στη θεραπεία και στο άγχος, αλλά και στη δεκτικότητα κάθε είδους βοήθειας και υποστήριξης που μπορεί να παρέχεται.

 

Πηγή: https://eltherapy.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου