Ήταν ένας
βετεράνος πολέμου από την Ικαρία. Το 1943, ακολουθώντας το
κύμα μετανάστευσης μακριά από την κατεστραμμένη Ευρώπη, πήγε στις ΗΠΑ, για να
θεραπευτεί από τραύματα στο μπράτσο του κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Εγκαταστάθηκε
στο λιμάνι Τζέφερσον της Νέας Υόρκης, ένα καταφύγιο νησιωτών από την ιδιαίτερη
πατρίδα του, την Ικαρία. Επειδή έπιαναν τα χέρια του,
παρακολούθησε μαθήματα σε νυχτερινό σχολείο, ώστε να μάθει πως να αναμειγνύει
μπογιές και χρώματα και αργότερα εργάστηκε εκεί, κάνοντας ανακαινίσεις και
βάφοντας δημόσια κτίρια και σπίτια.
Όπως είχε υπογραμμίσει ο υπερήλικας παππούς «το 1943 γνώρισα την γυναίκα μου Ελπινίκη, παντρευτήκαμε και ήμασταν πολύ ευτυχισμένοι. Ζήσαμε 69 ολόκληρα χρόνια μαζί. Ήταν Ελληνοαμερικανίδα, αλλά πρώτη φορά εγώ την έφερα στην Ελλάδα. Μείναμε πολλά χρόνια στο Λονγκ Αϊλαντ στη Νέα Υόρκη και μετά μετακομίσαμε στη Φλόριδα. Η γυναίκα μου έμενε στο σπίτι και φρόντιζε τα παιδιά. Έχω τρία παιδιά, τον Γιάννη, τη Μαρία και τον Γιώργο, οκτώ εγγόνια και τέσσερα δισέγγονα και είμαι πολύ σίγουρος ότι θα δω και τρισέγγονα».
Ωστόσο, μια
ημέρα του 1976, ένιωσε να του κόβεται η ανάσα. Του ήταν εξαιρετικά δύσκολο να
ανεβαίνει σκάλες και, δεδομένου ότι η εργασία του ήταν χειρωνακτική, έπρεπε να
παραιτηθεί. Υποβλήθηκε σε μια σειρά εξετάσεων και ακτινογραφιών, οι οποίες
απέδειξαν ότι είχε καρκίνο του πνεύμονα. Ο αμερικανός γιατρός τού έδωσε το πολύ
έξι με εννέα μήνες ζωής.
Ο υπερήλικας παππούς συμβουλεύτηκε εννέα γιατρούς
Ο Σταμάτης όμως
δεν βασίστηκε μόνο σε εκείνη τη διάγνωση και συμβουλεύτηκε άλλους 9 γιατρούς.
Όλοι του έδωσαν την ίδια διάγνωση και προέβλεψαν ότι δεν θα ζούσε παραπάνω από
9 μήνες. Όλοι του πρότειναν να ξεκινήσει επιθετική χημειοθεραπεία άμεσα. Μετά
από λίγο, ο Σταμάτης άρχισε να πιστεύει ότι δεν είχε ελπίδες. Ότι το τέλος του
ήταν προδιαγεγραμμένο. Ακόμη και τότε όμως αρνούνταν πεισματικά να υποβληθεί σε
χημειοθεραπείες.
Αποφάσισε να
επιστρέψει στην Ικαρία, όπου θα μπορούσε να ταφεί
πλάι στους γονείς του και να αποχαιρετήσει τους αγαπημένους του, τον τόπο του
και τους φίλους του. Έτσι, μετακόμισε μαζί με την Ελπινίκη στο πατρικό του.
Μετακόμισαν στο
σπίτι των ηλικιωμένων γονιών του, σε ένα μικροσκοπικό άσπρο σπιτάκι, με 8
στρέμματα αμπέλια κοντά στον Εύδηλο, στο βόρειο κομμάτι της Ικαρίας.
Έτσι, γύρισε
σπίτι και παρ’ όλο που ήταν χαρούμενος που βρισκόταν με τους πιο κοντινούς
φίλους και την οικογένεια του, ένιωθε επίσης θλιμμένος και απελπισμένος και
άρχισε να κοιμάται σχεδόν όλη μέρα, ενώ η μητέρα και η γυναίκα του τον
φρόντιζαν.
Ωστόσο, μετά από
λίγο ένιωσε μια δυνατή επιθυμία να ζήσει και να περάσει το χρόνο του με τους
φίλους του.
Βρήκε ξανά την
πίστη του. Τις Κυριακές ανέβαινε το λόφο για να πάει σε ένα μικρό εκκλησάκι,
όπου ο παππούς του ήταν παλιά ιερέας. Όταν οι παιδικοί του φίλοι ανακάλυψαν ότι
είχε επιστρέψει, άρχισαν να έρχονται κάθε απόγευμα. Μιλούσαν για ώρες, πίνοντας
ένα-δυο μπουκάλια ντόπιο κρασί.
“Περίμενα να πεθάνω, αλλά απλώς δεν συνέβαινε. Άρχισα να ασχολούμαι πάλι με τον κήπο μου, φύτεψα λαχανικά, χωρίς να περιμένω ότι θα ζήσω για να τα φάω, απλώς μου άρεσε να δουλεύω στον καθαρό αέρα. Οι έξι μήνες, λοιπόν, πέρασαν και αποφάσισα να καθαρίσω και τους αμπελώνες των γονιών μου. Ξυπνούσα αργά, δούλευα στους αμπελώνες μέχρι το μεσημέρι και μετά το φαγητό ξεκουραζόμουν. Τα βράδια περπατούσα ως την ταβέρνα όπου έπαιζα “πόρτες” και έπινα κρασί με φίλους μέχρι τα μεσάνυχτα”, επεσήμανε ο υπερήλικας παππούς.
Και κάπως έτσι
το θαύμα έγινε. Άρχισε να νιώθει χαρούμενος όπως παλιά και η δύναμη του
επέστρεψε. Η ενασχόληση με τον κήπο έδωσε νόημα και πάλι στη ζωή του.
Φρόντιζε τον
κήπο του και νιώθοντας εμψυχωμένος καθάριζε και το οικογενειακό αμπέλι. Μπήκε
στην ρουτίνα του νησιού, ξυπνούσε όποτε ήθελε, δούλευε στα αμπέλια μέχρι το
απόγευμα, έφτιαχνε μεσημεριανό και μετά κοιμόταν. Ασχολήθηκε τόσο με το αμπέλι
που έβγαλε 1.514 λίτρα κρασί εκείνο το χρόνο.
Τα βράδια, συχνά
πήγαινε σε μια τοπική ταβέρνα, όπου έπαιζε ντόμινο μέχρι αργά τα μεσάνυχτα.
Τα χρόνια
περνούσαν και η υγεία του συνέχισε να βελτιώνεται. Πρόσθεσε μερικά δωμάτια στο
σπίτι των γονιών του, για να μπορούν να τον επισκέπτονται τα παιδιά του, και σε
ένα ταξίδι του στις ΗΠΑ αποφάσισε να βρει τους γιατρούς που είχαν κάνει τη
διάγνωση και να μάθει τι ακριβώς είχε συμβεί.
Η κατάσταση της
υγείας του Σταμάτη βελτιωνόταν με τα χρόνια. Τρεις δεκαετίες μετά την διάγνωση
του, κατάλαβε ότι τελικά δεν θα ήταν ένα ακόμη θύμα του καρκίνου.
Όταν ήταν 97
αποφάσισε να κάνει μια ιατρική εξέταση για να επιβεβαιώσει την άποψη του ότι
είχε θεραπεύσει τον καρκίνο του, αλλά ήθελε επίσης να μάθει τι έγινε και γιατί
δεν είχε πεθάνει.
Οι γιατροί
έκαναν τις εξετάσεις και κοίταξαν το ιατρικό ιστορικό. Του είπαν ότι ήταν
απολύτως υγιής.
«Όταν επέστρεψα
να δω τους γιατρούς μου, ανακάλυψα ότι όλοι είχαν πεθάνει. Δεν μπορούσε κανένας
να μου το εξηγήσει. Γι’ αυτό τώρα έρχονται και με επισκέπτονται διάφοροι
γιατροί και επιστήμονες να δουν πώς ζω και τι τρώω για να καταλάβουν πώς έγινα
καλά. Τους εξηγώ, λοιπόν, αυτό που θα πω και σε εσάς: τρέφομαι με τρόφιμα
ντόπιας παραγωγής, με λαχανικά που φυτεύω στον κήπο μου, αρκετό ψάρι και λίγο
κοτόπουλο. Το πρωί δεν πίνω καφέ, αλλά φασκόμηλο με αγνό ικαριώτικο μέλι. Αλλά
εγώ νομίζω ότι το σημαντικότερο πράγμα που με κρατάει δυνατό είναι το κρασί που
φτιάχνω μόνος μου και πίνω αρκετό, για να πω την αλήθεια» είχε σημειώσει στο
ΒΗmagazino ο υπερήλικας παππούς.
Ήθελε γρήγορα να φύγει για να ζήσει λίγο ακόμη, απολαμβάνοντας με τους όρους του μια ζωή που ο ίδιος έχει επιλέξει.
Ο Σταμάτης έζησε μέχρι την ηλικία των 102 και ο θάνατος του δεν προήλθε από τον καρκίνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου