Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017

Το μολυβάκι! Ένα παραμύθι για μικρούς και μεγάλους…



Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μολυβάκι όμορφο, με μια ωραία φορεσιά. Από τη μια είχε πολλά συννεφάκια λευκά και αφράτα και από την άλλη είχε χαμογελαστούς, χρυσαφένιους ήλιους. Καθόταν ήσυχα-ήσυχα μέσα σε μια ορθογώνια κούτα μαζί με τα αδέλφια του περιμένοντας πότε θα ερχόταν ένα παιδικό χεράκι να το διαλέξει και να το υιοθετήσει. Κάθε μέρα έστηνε αυτί όταν ακουγόταν το κουδουνάκι του βιβλιοπωλείου, μήπως και ακούσει καμιά παιδική φωνούλα. Όταν επιτέλους εμφανιζόταν μία , τέντωνε το κεφαλάκι του ψηλά, μπας και τράβαγε τη προσοχή.

Γύρναγε τη πλευρά που φαινόντουσαν οι χαμογελαστοί ήλιοι. Το έπιαναν αδιάφορα τα παιδικά χεράκια και το ξανάφηναν, λέγοντας μερικές φορές … τι χαζό μολυβάκι είναι αυτό, αυτά τα σχέδια, είναι για γιαγιάδες ... άκου ήλιους και συννεφάκια … καλά μωρά είμαστε τώρα… πφφφ.

Τ’ άκουγε το καημένο το μολυβάκι και πολύ στενοχωριόταν και γύρναγε τη πλευρά με τα σύννεφα και προσπαθούσε να σκύψει το κεφαλάκι για να κλάψει χωρίς να το δει κανείς.

Μια μέρα το πιάνει απαλά μια θλιμμένη κυρία , μέσα στα ταλαιπωρημένα απ’ το χρόνο χέρια της και λέει: Α τι όμορφο, μου θυμίζει τη παιδική μου ηλικία και αποφασίζει να το αγοράσει. Το βάζει μέσα στη καφέ της τσάντα και απομακρύνεται από το γνώριμο μαγαζί.

Το μολυβάκι τρανταζόταν ολόκληρο μέσα στη τσάντα. Κοίταξε γύρω του και είδε ένα πακέτο χαρτομάντιλα και κλειδιά. Σπουδαία παρέα σκεφτόταν το μολυβάκι κι εγώ που ονειρευόμουν να με υιοθετήσει ένα παιδάκι… τώρα μάλιστα θα βαρεθώ τη ζωή μου εδώ μέσα!

Ένιωθε να τραμπαλίζεται πολύ ώρα, μάλιστα τον έπιασε και ναυτία, προσπαθούσε να κρατηθεί. Τον αγριοκοίταξαν οι γείτονές του και τα χαρτομάντιλα του είπαν: Α κοίτα να σου πω, εμείς δεν γεννηθήκαμε για χάρη σου, μην τολμήσεις και κάνεις εμετό, εμείς γεννηθήκαμε για να υπηρετήσουμε τους ανθρώπους , όχι ένα ταπεινό μολυβάκι. Σφιγγόταν το μολυβάκι και είπε στον εαυτό του, πρέπει να σκεφτώ κάτι ευχάριστο για να ξεχαστώ. Και φαντασιωνόταν ένα όμορφο ξανθό κοριτσάκι με γαλάζια μάτια που τον κράταγε στο χέρι και έφτιαχνε ωραίες ζωγραφιές με ήλιους και συννεφάκια.

Ξαφνικά ακούει ένα παρατεταμένο ήχο και λούζεται ολόκληρος με ένα κίτρινο φως, νιώθει το γερασμένο χέρι και μια περίεργη μυρωδιά στον αέρα, κάτι σαν χλωροφόρμιο, μάλιστα κάτι σαν χλωροφόρμιο. Δεν ήξερε τι ήταν αλλά μια μέρα κάποιος την ανέφερε στο βιβλιοπωλείο λέγοντας ότι ήταν ελαφρώς δυσάρεστη μυρωδιά.

-Κοίτα τι σου έφερα Κατερίνα μου, ένα όμορφο μολυβάκι για να κάνεις ωραίες ζωγραφιές, αγάπη μου!

Επιτέλους σκέφτηκε το μολυβάκι ένα παιδικό χεράκι! Για να δω και πως μοιάζει αυτή η γλυκούλα φωνούλα. Και το μολυβάκι μένει με το στόμα ανοιχτό. Το κοριτσάκι δεν είχε τα ξανθά μαλλάκια που φανταζόταν, ούτε και καστανά, ούτε και μαύρα μαλλιά, δεν είχε καθόλου μαλλάκια. Περίεργο αυτό για κοριτσάκι. Έχω δει παππούδες φαλακρούς, γιαγιάδες σχεδόν γλόμπους αλλά κοριτσάκια ποτέ. Δε μίλησε και προσπάθησε να μη δείξει την έκπληξή του.
 
Το μολυβάκι (β΄μέρος)
-Α τι καταπληκτικό μολύβι είναι αυτό γιαγιά! Σ’ ευχαριστώ πολύ !Τι ωραία συννεφάκια και τι ωραίοι ήλιοι. Ε λοιπόν επειδή είσαι μοναδικό , τελείως διαφορετικό από τα μολύβια που είχα μέχρι τώρα θα σου δώσω και όνομα. Θα σε λέω ηλιοσυννεφάκι.
-Αχ επιτέλους ένα παιδάκι με υιοθέτησε και μου έδωσε και όνομα. Τι τυχερούλης που είμαι!
-Αλήθεια πιστεύεις ότι είσαι τυχερούλης;
-Ορίστε ; Συγγνώμη! Ακούς τις σκέψεις μου; Έμεινε με ανοιχτό το στόμα το μολυβάκι.
-Φυσικά! Όχι μόνο τη δική σου αλλά και όλων όσων αγαπάω.

-Και μένα δηλαδή… αφού δε με γνωρίζεις… πως και διαβάζεις τις σκέψεις μου;
-Α μα είναι πολύ απλό! Σ’ αγάπησα αμέσως! Πρώτα απ’ όλα γιατί είσαι διαφορετικό μολύβι από τα άλλα. Είσαι ένα όμορφο, σκεπτόμενο ηλιοσυννεφάκι και μη με κοιτάς με ανοιχτό το στόμα, σε παρακαλώ! Με κάνεις και νιώθω άσχημα. Ρώτα αυτό που θες να μάθεις!
-Εγώ; Τι θέλω να μάθω;
-Γιατί δεν έχω μαλλιά σαν τα άλλα παιδιά.
- Α ναι, κοκκίνισε το ηλιοσυννεφάκι και κοκκίνισαν και οι ήλιοι και τα συννεφάκια. Γιατί... γιατί αλήθεια, που πήγαν τα μαλλιά σου;
-Μου έπεσαν.
-Σου έπεσαν; Δηλαδή τι εννοείς όπως πέφτουν τα φύλλα απ’ τα δέντρα το φθινόπωρο και μένουν ολόγυμνα το χειμώνα;
-Ακριβώς.
-Γιατί;
-Γιατί έχω καρκίνο .
-Α! Τι είναι αυτό καλό ή κακό;
-Κακό.
-Κακό; Και το λες έτσι απλά;
-Αφού είναι η αλήθεια!
-Και γιατί Κατερίνα μου είναι κακό;
-Γιατί άμα έχεις καρκίνο πεθαίνεις.
-Καλά αφού όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουν, τι το διαφορετικό έχει ο καρκίνος;
-Σε κάνει και πεθαίνεις νωρίτερα .
-Α μάλιστα! Δηλαδή πότε ακριβώς;
-Όταν μ ‘αφήσουν η γιαγιά μου και οι γονείς μου, τότε θα πεθάνω ήσυχα.
-Α δηλαδή και αυτό το αποφασίζουν οι μεγάλοι;
-Όχι βρε κουτούτσικο, δεν κατάλαβες! Να εγώ ξέρω ότι θα πεθάνω και θα πάω να συναντήσω τον παππού στον ουρανό. Αλλά η γιαγιά μου και οι γονείς μου δεν θέλουν να με αφήσουν να πεθάνω. Και έτσι περιμένω μέχρι να το πάρουν απόφαση ό,τι είναι αναπόφευκτο!
-Αναπόφευκτο; Δηλαδή;
-Ότι δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά.
-Α μάλιστα και έμεινε πάλι το μολυβάκι με ανοιχτό το στόμα. Ναι αλλά δεν κατάλαβα γιατί σου έπεσαν τα μαλλιά;

-Τα μαλλιά μου έπεσαν γιατί κάνω χημειοθεραπεία.
-Τι κάνεις χημειο….. πεία;
-Χημειοθεραπεία… Είναι μια θεραπεία με φάρμακα που σκοτώνει το καρκίνο και βοηθάει να σωθούν τα παιδάκια. Όμως μαζί με το καρκίνο σκοτώνει δυστυχώς και τα μαλλιά.
-Άρα λοιπόν θα ζήσεις Κατερινάκι!
-Όχι … ηλιοσυννεφάκι μου!
-Όχι … Γιατί; Αφού είπες ότι η χημειο… τέτοια σου, σώζει τα παιδάκια.
- Όχι πάντα!
-Όχι πάντα;
-Όχι! Γιατί εγώ τόσο χρειαζόταν να ζήσω πάνω στη γη. Ό,τι ήταν να μάθω, το έμαθα. Βλέπεις η αρρώστια σου μαθαίνει πολλά πράγματα και γίνεσαι σοφή γιαγιά απ’ τα επτά σου χρόνια.
-Δηλαδή τι μαθαίνεις;
-Μαθαίνεις τον πόνο, τη στενοχώρια, την αξία της ζωής, την αγάπη των δικών σου αλλά και ότι η ζωή συνεχίζεται εκεί ψηλά χωρίς πόνο και στενοχώρια!
-Καλά με δουλεύεις! Και συ που το ξέρεις αφού δεν πήγες ακόμα;
-Το ξέρω γιατί μου το είπε ο Πετράκος.
-Ο Πετράκος; Ποιος είναι πάλι αυτός;
Ο Πετράκος είναι ο φύλακας άγγελός μου. Και με φροντίζει.
-Αλήθεια, που είναι τώρα;
-Ακριβώς δίπλα σου .
-Δίπλα μου; Και γιατί δεν τον βλέπω;
-Γιατί είναι δικός μου φύλακας άγγελος και μόνο εγώ μπορώ να τον δω!
-Α μάλιστα !Ουφ ! Σαν πολλά έμαθα σήμερα! Τα έμαθα όλα μονοκοπανιάς! Ζαλίστηκα τόσα πολλά που ήταν!

Το μολυβάκι (επίλογος)
Πλησιάζει ένα σγουρόμαλλο αγόρι που το δωμάτιο του βρίσκεται στην χειρουργική κλινική.
Κυριάκος: Γεια σου Κατερίνα. Τι κάνεις;
Κατερίνα:  Καλά … εσύ;
Κυριάκος: Μια χαρά!
Κατερίνα: Μπράβο! Πότε θα φύγεις;
Κυριάκος: Ε…. μάλλον τη Δευτέρα…
Κατερίνα: Ωραία… Κοίτα ένα ωραίο μολύβι. Από τη μια χαμογελάει και από την άλλη είναι λυπημένο.
Κυριάκος: Για να δω….. α….. φοβερό! Ποιος σου το έφερε;
Κατερίνα: Η γιαγιά μου. Και σου το χαρίζω.
Κυριάκος: Μα αφού η γιαγιά σου το έφερε για σένα.
Κατερίνα: Ναι το ξέρω αλλά εγώ θέλω να το χαρίσω σε σένα. Όμως θα υποσχεθείς ότι θα το προσέχεις γιατί είναι πολύ ευαίσθητο μολυβάκι.
Κυριάκος: Ευαίσθητο …. μα τι λες τώρα Κατερίνα τα μολύβια δεν έχουν αισθήματα!
Κατερίνα: Και βέβαια έχουν… και θα το δεις.
Κυριάκος: Πρέπει να φύγω….. πάω με φωνάζουν….
Κατερίνα: Γεια σου Κυριάκο μου…. γεια σου αγαπημένο μου μολυβάκι…. μη γκρινιάζεις… θα δεις ο Κυριάκος είναι καλό παιδί…. θα το αγαπήσεις όπως αγάπησες και μένα…. θα μου φτιάχνετε ωραίες ζωγραφιές με ήλιους και συννεφάκια… και γω θα χαίρομαι να τις κοιτάω από εκεί ψηλά, στον ουρανό… θα κάνουμε και κριτική επιτροπή με τον παππού… και θα τις βαθμολογούμε…..



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου