Βελτιώνει την επιβίωση
χωρίς εξέλιξη της νόσου
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χορήγησε έγκριση στην ιμπρουτινίμπη για την θεραπεία ενηλίκων ασθενών με χρόνια
λεμφοκυτταρική λευχαιμία (ΧΛΛ) που δεν είχαν λάβει προηγούμενη θεραπεία. Αυτό
διευρύνει την ένδειξη πέραν της αρχικής έγκρισης για την ΧΛΛ από την Ευρωπαϊκή
Επιτροπή τον Οκτώβριο του 2014. Η ιμπρουτινίμπη έχει πλέον εγκριθεί για όλους
τους ασθενείς με ΧΛΛ, αυξάνοντας τον αριθμό των ασθενών που μπορούν να
ωφεληθούν από αυτή την θεραπεία.
Αυτή η πιο πρόσφατη έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ακολουθεί την απόφαση του Οργανισμού Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA) στις 4 Mαρτίου 2016 για έγκριση της διευρυμένης χρήσης των καψακίων ιμπρουτινίμπης από ασθενείς με ΧΛΛ που δεν είχαν λάβει προηγούμενη θεραπεία.
Η διεύρυνση της ένδειξης της ιμπρουτινίμπης βασίζεται σε δεδομένα από την Φάσης 3, τυχαιοποιημένη, ανοικτής ετικέτας μελέτη RESONATE™-2, όπως δημοσιεύτηκε στο The New England Journal of Medicine (NEJM) το 2015.
Τα αποτελέσματα της μελέτης RESONATE™-2 έδειξαν ότι η ιμπρουτινίμπη παρέτεινε σημαντικά την συνολική επιβίωση (OS) (HR=0.16, 95% CI 0.05 ως 0.56, P=0.001), καθώς ποσοστό 98% των ασθενών εξακολουθούσε να βρίσκεται στη ζωή μετά από δύο έτη, σε σύγκριση με 85% των ασθενών που είχαν τυχαιοποιηθεί στο σκέλος της χλωραμβουκίλης. Η διάμεση επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου (PFS) δεν καλύφθηκε στους ασθενείς που λάμβαναν ιμπρουτινίμπη σε σύγκριση με 18,9 μήνες για όσους ανήκαν στο σκέλος της χλωραμβουκίλης, εύρημα που αντιστοιχεί σε στατιστικά σημαντική μείωση κατά 84% του κινδύνου θανάτου ή εξέλιξης της νόσου στο σκέλος της ιμπρουτινίμπης (HR=0.16, 95% CI 0.09 ως 0.28, P<0.001). Η συνολική ασφάλεια της ιμπρουτινίμπης στον πληθυσμό των ασθενών με ΧΛΛ που δεν είχαν λάβει προηγούμενη θεραπεία βρισκόταν σε συμφωνία με τα ευρήματα προηγούμενων μελετών. Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες αντιδράσεις (AR) (≥20%) οποιουδήποτε Βαθμού στην μελέτη RESONATE-2 για την ιμπρουτινίμπη ήταν διάρροια (42%), κόπωση (30%), βήχας (22%) και ναυτία (22%).
Παρά την διαθεσιμότητα αποτελεσματικών χημειο-ανοσοθεραπευτικών σχημάτων πρώτης γραμμής για την ΧΛΛ, πολλοί ασθενείς, ιδιαίτερα οι ηλικιωμένοι, δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στις ανεπιθύμητες ενέργειές τους. Η ΧΛΛ είναι σε γενικές γραμμές ένας βραδείας εξέλιξης καρκίνος των λευκών αιμοσφαιρίων του αίματος. Ο επιπολασμός της ΧΛΛ στην Ευρώπη μεταξύ ανδρών και γυναικών είναι περίπου 5,87 και 4,01 περιπτώσεις ανά 100.000 άτομα ανά έτος, αντίστοιχα. Η ΧΛΛ είναι κυρίως νόσος των ηλικιωμένων, με διάμεση ηλικία τα 72 έτη κατά την διάγνωση.
Η διάμεση συνολική επιβίωση κυμαίνεται μεταξύ 18 μηνών και άνω των 10 ετών, ανάλογα με το στάδιο της νόσου. Η νόσος τελικά εμφανίζει εξέλιξη στην πλειονότητα των ασθενών και οι ασθενείς βρίσκονται αντιμέτωποι με λιγότερες θεραπευτικές επιλογές κάθε φορά. Συχνά στους ασθενείς συνταγογραφούνται πολλαπλές γραμμές θεραπείας όταν υποτροπιάζουν ή εμφανίζουν ανθεκτικότητα στις θεραπείες.
Ο Πάολο Τζια, αναπληρωτής καθηγητής Παθολογίας στο Πανεπιστήμιο Vita-Salute San Raffaele του Μιλάνου της Ιταλίας δήλωσε ότι «η ιμπρουτινίμπη έχει επιδείξει αξιοσημείωτη βελτίωση της συνολικής επιβίωσης, της επιβίωσης χωρίς εξέλιξη της νόσου και των ποσοστών ανταπόκρισης σε σύγκριση με την χλωραμβουκίλη. Τα δεδομένα της RESONATE™-2 αποτελούν ένδειξη ότι η ιμπρουτινίμπη μπορεί να αποτελέσει μια ιδιαίτερα αναγκαία εναλλακτική επιλογή θεραπείας πρώτης γραμμής για πολλούς ασθενείς».
Ο Νικ Γιορκ, μέλος του συλλόγου ασθενών με ΧΛΛ για την διεκδίκηση των δικαιωμάτων, (CLL Advocates Network (CLLAN), σχολίασε ότι «η διαθεσιμότητα μιας στοχευμένης θεραπείας ως αρχικής θεραπευτικής αντιμετώπισης αποτελεί ένα τεράστιο βήμα προς τα εμπρός για τα άτομα που πάσχουν από ΧΛΛ και αναμενόταν από πολύ καιρό από την κοινότητα ατόμων με ΧΛΛ. Πολλοί ασθενείς θεωρούνται ακατάλληλοι για την τρέχουσα καθιερωμένη θεραπεία πρώτης γραμμής, οπότε υπάρχει πραγματική ανάγκη για νέες, αποτελεσματικές θεραπευτικές επιλογές για αυτούς τους ασθενείς».
Η ιμπρουτινίμπη είναι ο πρώτος στην κατηγορία του αναστολέας της τυροσινικής κινάσης Bruton (BTK), που δρα μέσω σχηματισμού ισχυρού ομοιοπολικού δεσμού με την BTK για την αναστολή της μεταβίβασης σημάτων κυτταρικής επιβίωσης στο εσωτερικό των κακοήθων κυττάρων B. Με την αναστολή αυτής της πρωτεΐνης BTK, η ιμπρουτινίμπη συμβάλλει στην καταστροφή των καρκινικών κυττάρων και στη μείωση του αριθμού τους, καθυστερώντας με αυτό τον τρόπο την εξέλιξη του καρκίνου.
Η ιμπρουτινίμπη είναι επί του παρόντος εγκεκριμένη στην Ευρώπη για τη θεραπευτική αντιμετώπιση ενήλικων ασθενών με λέμφωμα κυττάρων του μανδύα (ΛΚΜ) που έχει υποτροπιάσει ή είναι ανθεκτικό στη θεραπεία, για ενήλικους ασθενείς με χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία (ΧΛΛ) που δεν είχαν λάβει προηγούμενη θεραπεία ή είχαν λάβει τουλάχιστον μία προηγούμενη θεραπεία, καθώς και για ενήλικους ασθενείς με μακροσφαιριναιμία Waldenström (WM) που έχουν λάβει τουλάχιστον μία προηγούμενη θεραπεία ή ως θεραπεία πρώτης γραμμής για ασθενείς που δεν είναι κατάλληλοι για χημειο-ανοσοθεραπεία.
Επιπρόσθετες χρήσεις βρίσκονται υπό κλινική έρευνα αλλά δεν έχουν έως τώρα λάβει την έγκριση των ρυθμιστικών αρχών.
Αυτή η πιο πρόσφατη έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ακολουθεί την απόφαση του Οργανισμού Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA) στις 4 Mαρτίου 2016 για έγκριση της διευρυμένης χρήσης των καψακίων ιμπρουτινίμπης από ασθενείς με ΧΛΛ που δεν είχαν λάβει προηγούμενη θεραπεία.
Η διεύρυνση της ένδειξης της ιμπρουτινίμπης βασίζεται σε δεδομένα από την Φάσης 3, τυχαιοποιημένη, ανοικτής ετικέτας μελέτη RESONATE™-2, όπως δημοσιεύτηκε στο The New England Journal of Medicine (NEJM) το 2015.
Τα αποτελέσματα της μελέτης RESONATE™-2 έδειξαν ότι η ιμπρουτινίμπη παρέτεινε σημαντικά την συνολική επιβίωση (OS) (HR=0.16, 95% CI 0.05 ως 0.56, P=0.001), καθώς ποσοστό 98% των ασθενών εξακολουθούσε να βρίσκεται στη ζωή μετά από δύο έτη, σε σύγκριση με 85% των ασθενών που είχαν τυχαιοποιηθεί στο σκέλος της χλωραμβουκίλης. Η διάμεση επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου (PFS) δεν καλύφθηκε στους ασθενείς που λάμβαναν ιμπρουτινίμπη σε σύγκριση με 18,9 μήνες για όσους ανήκαν στο σκέλος της χλωραμβουκίλης, εύρημα που αντιστοιχεί σε στατιστικά σημαντική μείωση κατά 84% του κινδύνου θανάτου ή εξέλιξης της νόσου στο σκέλος της ιμπρουτινίμπης (HR=0.16, 95% CI 0.09 ως 0.28, P<0.001). Η συνολική ασφάλεια της ιμπρουτινίμπης στον πληθυσμό των ασθενών με ΧΛΛ που δεν είχαν λάβει προηγούμενη θεραπεία βρισκόταν σε συμφωνία με τα ευρήματα προηγούμενων μελετών. Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες αντιδράσεις (AR) (≥20%) οποιουδήποτε Βαθμού στην μελέτη RESONATE-2 για την ιμπρουτινίμπη ήταν διάρροια (42%), κόπωση (30%), βήχας (22%) και ναυτία (22%).
Παρά την διαθεσιμότητα αποτελεσματικών χημειο-ανοσοθεραπευτικών σχημάτων πρώτης γραμμής για την ΧΛΛ, πολλοί ασθενείς, ιδιαίτερα οι ηλικιωμένοι, δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στις ανεπιθύμητες ενέργειές τους. Η ΧΛΛ είναι σε γενικές γραμμές ένας βραδείας εξέλιξης καρκίνος των λευκών αιμοσφαιρίων του αίματος. Ο επιπολασμός της ΧΛΛ στην Ευρώπη μεταξύ ανδρών και γυναικών είναι περίπου 5,87 και 4,01 περιπτώσεις ανά 100.000 άτομα ανά έτος, αντίστοιχα. Η ΧΛΛ είναι κυρίως νόσος των ηλικιωμένων, με διάμεση ηλικία τα 72 έτη κατά την διάγνωση.
Η διάμεση συνολική επιβίωση κυμαίνεται μεταξύ 18 μηνών και άνω των 10 ετών, ανάλογα με το στάδιο της νόσου. Η νόσος τελικά εμφανίζει εξέλιξη στην πλειονότητα των ασθενών και οι ασθενείς βρίσκονται αντιμέτωποι με λιγότερες θεραπευτικές επιλογές κάθε φορά. Συχνά στους ασθενείς συνταγογραφούνται πολλαπλές γραμμές θεραπείας όταν υποτροπιάζουν ή εμφανίζουν ανθεκτικότητα στις θεραπείες.
Ο Πάολο Τζια, αναπληρωτής καθηγητής Παθολογίας στο Πανεπιστήμιο Vita-Salute San Raffaele του Μιλάνου της Ιταλίας δήλωσε ότι «η ιμπρουτινίμπη έχει επιδείξει αξιοσημείωτη βελτίωση της συνολικής επιβίωσης, της επιβίωσης χωρίς εξέλιξη της νόσου και των ποσοστών ανταπόκρισης σε σύγκριση με την χλωραμβουκίλη. Τα δεδομένα της RESONATE™-2 αποτελούν ένδειξη ότι η ιμπρουτινίμπη μπορεί να αποτελέσει μια ιδιαίτερα αναγκαία εναλλακτική επιλογή θεραπείας πρώτης γραμμής για πολλούς ασθενείς».
Ο Νικ Γιορκ, μέλος του συλλόγου ασθενών με ΧΛΛ για την διεκδίκηση των δικαιωμάτων, (CLL Advocates Network (CLLAN), σχολίασε ότι «η διαθεσιμότητα μιας στοχευμένης θεραπείας ως αρχικής θεραπευτικής αντιμετώπισης αποτελεί ένα τεράστιο βήμα προς τα εμπρός για τα άτομα που πάσχουν από ΧΛΛ και αναμενόταν από πολύ καιρό από την κοινότητα ατόμων με ΧΛΛ. Πολλοί ασθενείς θεωρούνται ακατάλληλοι για την τρέχουσα καθιερωμένη θεραπεία πρώτης γραμμής, οπότε υπάρχει πραγματική ανάγκη για νέες, αποτελεσματικές θεραπευτικές επιλογές για αυτούς τους ασθενείς».
Η ιμπρουτινίμπη είναι ο πρώτος στην κατηγορία του αναστολέας της τυροσινικής κινάσης Bruton (BTK), που δρα μέσω σχηματισμού ισχυρού ομοιοπολικού δεσμού με την BTK για την αναστολή της μεταβίβασης σημάτων κυτταρικής επιβίωσης στο εσωτερικό των κακοήθων κυττάρων B. Με την αναστολή αυτής της πρωτεΐνης BTK, η ιμπρουτινίμπη συμβάλλει στην καταστροφή των καρκινικών κυττάρων και στη μείωση του αριθμού τους, καθυστερώντας με αυτό τον τρόπο την εξέλιξη του καρκίνου.
Η ιμπρουτινίμπη είναι επί του παρόντος εγκεκριμένη στην Ευρώπη για τη θεραπευτική αντιμετώπιση ενήλικων ασθενών με λέμφωμα κυττάρων του μανδύα (ΛΚΜ) που έχει υποτροπιάσει ή είναι ανθεκτικό στη θεραπεία, για ενήλικους ασθενείς με χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία (ΧΛΛ) που δεν είχαν λάβει προηγούμενη θεραπεία ή είχαν λάβει τουλάχιστον μία προηγούμενη θεραπεία, καθώς και για ενήλικους ασθενείς με μακροσφαιριναιμία Waldenström (WM) που έχουν λάβει τουλάχιστον μία προηγούμενη θεραπεία ή ως θεραπεία πρώτης γραμμής για ασθενείς που δεν είναι κατάλληλοι για χημειο-ανοσοθεραπεία.
Επιπρόσθετες χρήσεις βρίσκονται υπό κλινική έρευνα αλλά δεν έχουν έως τώρα λάβει την έγκριση των ρυθμιστικών αρχών.
Πηγή: http://health.in.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου