Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε μια όμορφη και καλοσυνάτη νεράιδα, που την έλεγαν Ζωή. Η νεράιδα αγαπούσε πολύ τα παιδιά και ήταν πάντα δίπλα τους όταν έπαιζαν, έτρωγαν, κοιμούνταν, διάβαζαν τα μαθήματά τους ή κάθονταν με την οικογένειά τους τριγύρω απ’ το τζάκι.
Ήταν δίπλα τους
συνεχώς, ωστόσο τα παιδιά δεν μπορούσαν να τη δουν, γιατί η νεράιδα είχε τη
μαγική ικανότητα να γίνεται αόρατη! Μια χειμωνιάτικη μέρα, που ο ήλιος έδειχνε
τα δόντια του, τα παιδιά έπαιζαν γεμάτα ξεγνοιασιά στο πάρκο, φορώντας πανωφόρια,
σκουφιά και ζεστά γάντια.
Ναι, σωστά
μαντέψατε, η νεράιδα Ζωή ήταν εκεί, καθισμένη στο παγκάκι και τα παρατηρούσε,
«Φαίνονται στ’ αλήθεια πολύ χαρούμενα», σκέφτηκε, όταν τα μάτια της έπεσαν σ’
ένα μικρό κοριτσάκι που καθόταν απόμερα, κάτω από ένα δέντρο. Ήταν ένα
κοριτσάκι περίπου 6 ετών, με όμορφα, μακριά, ξανθά μαλλιά και μπλε, εκφραστικά
μάτια.
«Πώς σε λένε;»,
ρώτησε η νεράιδα.
«Ποια είσαι; Πού είσαι;», παραξενεύτηκε το κοριτσάκι.
«Είμαι Νεράιδα, με λένε Ζωή, δεν μπορείς να με δεις αλλά θα με ακούς», απάντησε η νεράιδα.
«Με λένε Ελπίδα», απάντησε το κοριτσάκι.
«Γιατί κάθεσαι μόνη σου;»
«Είμαι λυπημένη γιατί είμαι άρρωστη»...
«Μη στεναχωριέσαι, θα είμαι δίπλα σου...θα γίνεις καλά... ΧΑΜΟΓΕΛΑ!!!», της
αποκρίθηκε η νεράιδα και έτσι έγινε.«Ποια είσαι; Πού είσαι;», παραξενεύτηκε το κοριτσάκι.
«Είμαι Νεράιδα, με λένε Ζωή, δεν μπορείς να με δεις αλλά θα με ακούς», απάντησε η νεράιδα.
«Με λένε Ελπίδα», απάντησε το κοριτσάκι.
«Γιατί κάθεσαι μόνη σου;»
«Είμαι λυπημένη γιατί είμαι άρρωστη»...
Η νεράιδα
κράτησε την υπόσχεσή της και δεν έφυγε λεπτό απ’ το πλευρό της μικρής
Ελπίδας... Έμεινε εκεί, ακόμα και τα πιο δύσκολα βράδια της στο νοσοκομείο,
όταν το σώμα και το κεφάλι της, πονούσε, είχε πυρετό, ήταν χλωμή και ντρεπόταν
να βγάλει το κόκκινο σκουφάκι της! Κι όταν δυσκολευόταν να περπατήσει και
παραπάταγε, η νεράιδα της κρατούσε το χέρι.
Ένα από αυτά τα
βράδια η Ελπίδα ρώτησε τη νεράιδα Ζωή: «Νεράιδα πώς θα τα καταφέρω;», «Πρέπει
να με εμπιστευτείς» της είπε η νεράιδα και συνέχισε, «Με το μαγικό μου ραβδί,
σου έσβησα το ροζ χρώμα από τα μαγουλάκια σου, σου πήρα την ανεμελιά της
ηλικίας σου, τις βόλτες στο πάρκο και τα γέλια με τους φίλους σου. Ακόμα, σου
στέρησα τα πλούσια, χρυσαφένια σου μαλλιά»...
«Γιατί όλα
αυτά;», ρώτησε η Ελπίδα...
«Σου πήρα για λίγο καιρό αυτά, αλλά σου έδωσα δύναμη, αντοχή, αγάπη και χαμόγελο για πάντα. Μέσα απ’ αυτή την περιπέτεια μπορείς, πια, να με δεις, να με αγγίξεις, να με εκτιμήσεις, εμένα τη ΖΩΗ. Έκανα,λοιπόν ένα δώρο που λίγοι, κατάφεραν να το κερδίσουν»...
«Σου πήρα για λίγο καιρό αυτά, αλλά σου έδωσα δύναμη, αντοχή, αγάπη και χαμόγελο για πάντα. Μέσα απ’ αυτή την περιπέτεια μπορείς, πια, να με δεις, να με αγγίξεις, να με εκτιμήσεις, εμένα τη ΖΩΗ. Έκανα,λοιπόν ένα δώρο που λίγοι, κατάφεραν να το κερδίσουν»...
Έτσι κι έγινε! Ο
καιρός πέρασε. Η Ελπίδα ένιωθε τελείως καλά. Μπορούσε πια, να δει τη Ζωή και να
νικάει όλες τις δυσκολίες με ΑΓΑΠΗ και Χαμόγελο!
Είχε φτάσει
κιόλας Καλοκαίρι κι εκείνη θα γύρισε δυνατή στο σπίτι της. Και -ΝΑΙ- σωστά
μαντέψατε η Ζωή ήταν ακόμα δίπλα της!
Στην ιστορία
μας, η νεράιδα ΖΩΗ συναντά ένα κοριτσάκι, την ΕΛΠΙΔΑ, που παλεύει με τον
καρκίνο. Η νεράιδα της στερεί την ανεμελιά της ηλικίας, όμως της δίνει εφόδια
(όπλα) για να ζήσει ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ με χαμόγελο κι αγάπη στη ζωή που έρχεται μετά
την περιπέτεια της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου